Εξωτικά Κουκουβάγιες (Strigiformes)

  • Θεματοθέτης Θεματοθέτης Stavros
  • Ημερομηνία Ημερομηνία
Οι Κουκουβάγιες είναι μια ομάδα νυχτόβιων κυρίως πτηνών. Ο όρος "Κουκουβάγια" σε αυτό το άρθρο, αναφέρεται σε όλα τα είδη των πτηνών που ανήκουν στην τάξη των Γλαυκόμορφων.

owls.webp

Οι Κουκουβάγιες​

Οι κουκουβάγιες είναι στην πλειοψηφία τους νυκτόβια αρπακτικά πουλιά. Κυνηγούν κυρίως μικρά θηλαστικά, έντομα, άλλα πουλιά και μερικά είδη τρέφονται με ψάρια. Έχουν μεγάλο στρογγυλό κεφάλι με επίσης μεγάλα μάτια τοποθετημένα μπροστά σε επίπεδο πρόσωπο.

Για τους περισσότερους από εμάς είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε μια κουκουβάγια λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που φέρουν τα είδη αυτής της ομάδας, σε σχέση με την εμφάνιση και τη μορφή των υπολοίπων πουλιών.

Παρόλα αυτά, η διάκριση μεταξύ των ειδών είναι πολλές φορές δύσκολη ακόμη και για τους ειδικούς, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών διάκρισης. Ένα από αυτά που διακρίνει τα είδη των δύο οικογενειών, είναι ότι οι Γλαυκίδες έχουν στρογγυλό δίσκο προσώπου ενώ ο δίσκος προσώπου των Τυτονιδών έχει το σχήμα καρδιάς.

Το ράμφος τους είναι όμοιο με αυτό των υπολοίπων αρπακτικών πουλιών.

Μέγεθος​

Η μικρότερη κουκουβάγια στον κόσμο είναι η κουκουβάγια πυγμαίος ανατολικής Βραζιλίας (Glaucidium minutissimum) με ύψος 12εκ. και η μεγαλύτερη είναι ο Ευρασιατικός μπούφος (Bubo bubo) με ύψος που φτάνει τα 71εκ.

Γεωγραφική κατανομή​

Οι κουκουβάγιες απαντώνται σε όλες τις ηπείρους εκτός από την Ανταρκτική και σε μια μεγάλη ποικιλία οικοτόπων, από πυκνά δάση έως ανοιχτά λιβάδια.

Πολλά είδη ζουν μόνιμα στις περιοχές τους ενώ άλλα ζουν νομαδικά παραμένοντας σε περιοχές όπου υπάρχει άφθονη τροφή. Τα πτηνά που διαβιούν μόνιμα σε μια περιοχή δημιουργούν οικογένειες με τρεις ή τέσσερις νεοσσούς κάθε χρόνο, ενώ τα νομαδικά μπορούν σε μια καλή χρονιά να αποκτήσουν ακόμη περισσότερους νεοσσούς ή και κανέναν, όταν οι συνθήκες δεν είναι κατάλληλες.

Κυνήγι​

Οι κουκουβάγιες διαθέτουν χαρακτηριστικά που τις καθιστούν αποτελεσματικά αρπακτικά. Τα περισσότερα είδη κυνηγούν από κάποιο σημείο όπως ένα χαμηλό κλαδί, κάποιον φράχτη ή στύλο. Περιμένουν να εμφανιστεί το θήραμα και εφορμούν με ανοιχτά φτερά και προτεταμένα νύχια.

Τυτώ_εφορμά_θύραμα.webp
Τυτώ εφορμά στο θήραμα. Photo Andy Harmer.

Μερικά είδη πετούν τριγύρω πριν πέσουν στο θήραμα. Σε κάποιες περιπτώσεις η κουκουβάγια πέφτει στον στόχο ανοίγοντας τα φτερά της την τελευταία στιγμή. Η δύναμη της κρούσης είναι συνήθως αρκετή για να αναισθητοποιήσει το θήραμα, το οποίο στη συνέχεια αποτελιώνεται με ένα χτύπημα του ράμφους.

Όραση​

Η όρασή τους, τους επιτρέπει να εντοπίζουν θηράματα ακόμη και στο βαθύ σκοτάδι. Ενώ τα περισσότερα αρπακτικά έχουν τα μάτια τους δεξιά και αριστερά από το κεφάλι ώστε να καταλαμβάνουν μεγάλο οπτικό πεδίο, τα μάτια της κουκουβάγιας της δίνουν στερεοσκοπική όραση ώστε να αντιλαμβάνεται καλύτερα το βάθος, κάτι που βοηθά στο νυχτερινό κυνήγι.

Αν και οι κουκουβάγιες έχουν διόφθαλμη όραση, τα μεγάλα μάτια τους είναι σταθερά τοποθετημένα στις κόγχες τους. Έτσι, μπορούν να στρέψουν το κεφάλι τους μέχρι και 270° προκειμένου να βλέπουν περιφερειακά.

Ο λαιμός τους αποτελείται από 14 σπονδύλους (ο άνθρωπος έχει 7) για μεγαλύτερη ευελιξία. Επίσης το κυκλοφορικό τους σύστημα έχει προσαρμοστεί ώστε να μη διακόπτεται η κυκλοφορία του αίματος προς τον εγκέφαλο κατά την πλήρη στρέψη του κεφαλιού.

Ακοή​

Η ευαίσθητη, κατευθυντική ακοή τις βοηθά στην αναζήτηση τροφής. Κάποια είδη μπορούν να κυνηγήσουν ακόμη και σε απόλυτο σκοτάδι χρησιμοποιώντας μόνο τον ήχο για να τους οδηγήσει στο θήραμα.

Ανάλογα το είδος, η κουκουβάγιες έχουν είτε εξωτερικά, είτε εσωτερικά αυτιά, τα οποία είναι σχεδιασμένα για τον εντοπισμό της λείας. Βρίσκονται σε ασύμμετρα σημεία στο πάνω μέρος του κρανίου όπου σε συνδυασμό με τη μορφολογία των δίσκων του προσώπου, ο ήχος συλλέγεται και κατευθύνεται προς αυτιά.

ear.webp

Η ασύμμετρη θέση των αυτιών στο πάνω μέρος του κεφαλιού βοηθά στον ακριβή εντοπισμό της πηγής του ήχου. Μια κουκουβάγια μπορεί να καθορίσει την κατεύθυνση ένας ήχου από τη μικρή διαφορά του χρόνου που χρειάζεται να εισέλθουν τα ηχητικά κύματα στο αριστερό και το δεξί αυτί. Στρέφει λοιπόν το κεφάλι της έως ότου ο ήχος φθάσει και στα δύο αυτιά ταυτόχρονα και έτσι το πρόσωπό της κατευθύνεται άμεσα προς την πηγή του ήχου.

Μια κουκουβάγια μπορεί να ακούσει ένα ποντίκι από απόσταση 20-25 μέτρων.

Πτέρωμα​

Ένα άλλο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της κουκουβάγιας είναι η αθόρυβη πτήση. Ενώ τα άλλα πτηνά έχουν άκαμπτα φτερά που δημιουργούν ήχο σχίζοντας τον αέρα καθώς πετούν, τα φτερά της κουκουβάγια έχουν μαλακές άκρες που τις επιτρέπουν να πετούν σιωπηλά.

Για να δείτε αυτό το περιεχόμενο χρειάζεται η συγκατάθεσή σας για τον ορισμό cookie τρίτων.
Για πιο λεπτομερείς πληροφορίες, ανατρέξτε στη σελίδα μας για τη χρήση cookies.

Αυτό τους δίνει πλεονέκτημα στο κυνήγι αφού δεν γίνονται αντιληπτές κατά την επίθεση.

feather.webp

Εξαίρεση αποτελούν οι κουκουβάγιας αλιευτές, αφού το κυνήγι πάνω από το νερό δεν απαιτεί σιωπηλές κρίσης.

Διατροφή​

Οι περισσότερες κουκουβάγιες παραμένουν δραστήριες όλο το χρόνο τρώγοντας καθημερινά. Είναι αρπακτικά πτηνά, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να σκοτώνουν άλλα ζώα για να επιβιώσουν. Η διατροφή τους περιλαμβάνει ασπόνδυλα (όπως έντομα, αράχνες, γαιοσκώληκες, σαλιγκάρια και καβούρια), αλλά και ψάρια, ερπετά, αμφίβια, άλλα πουλιά και μικρά θηλαστικά.

Όπως και τα περισσότερα πουλιά, οι κουκουβάγιες δεν μπορούν να μασήσουν την τροφή τους και έτσι τρώνε το θήραμά τους ολόκληρο. Όταν όμως πιάσουν ένα μεγάλο θήραμα, το τεμαχίζουν ώστε να μπορέσουν έτσι να το καταναλώσουν.

Η τροφή τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το είδος. Για παράδειγμα, οι Ώτοι (Scops) και οι Μεγάσκωπες (Screech Owls) τρέφονται κυρίως με έντομα, ενώ η Τυτώ (Barn Owl) τρώει κυρίως ποντίκια και κουνάβια.

Μεγαλύτερες κουκουβάγιες, όπως ο Ευρασιατικός Μπούφος (Eagle Owl) κυνηγά λαγούς, μικρές αλεπούδες και πουλιά έως το μέγεθος της πάπιας. Ο Μπούφος της Βιρτζίνια (Great Horned Owl), κυνηγά θηράματα που έχουν το δικό του μέγεθος ή ακόμα και μεγαλύτερα, όπως αλεπούδες, νυφίτσες ή και μικρότερες κουκουβάγιες.

Η μικροσκοπική Κουκουβάγια Πυγμαίος (Pygmy Owl) κυνηγά ορτύκια, τα οποία έχουν το διπλάσιο βάρος της.

Κάποια είδη έχουν ειδικευτεί στο ψάρεμα, όπως η Asian Fish Owl και η African Fishing Owl.

Αν και οι διατροφικές τους προτιμήσεις εξαρτώνται από το είδος, οι περισσότερες κουκουβάγιες επιλέγουν ό,τι θήραμα είναι διαθέσιμο στην περιοχή, ειδικά τις περιόδους της χειμερίας νάρκης ή της μετανάστευσης των θηραμάτων που η τροφή λιγοστεύει.

Μεταβολισμός​

Οι κουκουβάγιες έχουν χαμηλό ποσοστό σωματικού λίπους κατά τη διάρκεια των ζεστών μηνών του έτους. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των κρύων μηνών, σε ορισμένα είδη κουκουβάγιας όπως η Κουκουβάγια του Χιονιού (Snowy Owl) το ποσοστό του σωματικού τους λίπους αυξάνεται. Αυτά τα αποθέματα λίπους της παρέχουν ενέργεια όταν η τροφή γίνεται σπάνια.

Ο μεταβολικός ρυθμός της κουκουβάγιας είναι αρκετά υψηλός. Οι κουκουβάγιες πρέπει να τρώνε συχνά κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να κυνηγούν συχνά.

Οι μικρές κουκουβάγιες, όπως η Elf Owl, έχουν εξαιρετικά υψηλό μεταβολικό ρυθμό που απαιτεί την καθημερινή κατανάλωση τροφής ίσης με το 50% του σωματικού τους βάρους.

Οι μεγαλύτερες κουκουβάγιες έχουν βραδύτερο μεταβολικό ρυθμό και τρώνε λιγότερο από τις μικρότερες, σε αναλογία με το σωματικό τους βάρος.

Ο μεταβολισμός της Κουκουβάγιας του Χιονιού διαφέρει πολύ από αυτό όλων των άλλων κουκουβαγιών. Γίνεται αργός για περισσότερο από ένα μήνα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, λόγω της έλλειψης τροφής. Αυτήν την περίοδο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα αποθέματα λίπους της.

Αναπαραγωγή​

Για τα περισσότερα ειδών κουκουβαγιών, ειδικά εκείνων που βρίσκονται σε εύκρατες ή υπαρκτικές περιοχές, η εποχή αναπαραγωγής είναι άνοιξη. Οι αποκλείσεις που μπορεί να υπάρχουν εξαρτώνται από τις καιρικές συνθήκες, την επάρκεια τροφής και τη διαθεσιμότητα κατάλληλου συντρόφου.

Οι κουκουβάγιες είναι κατά κανόνα μονογαμικά πτηνά. Σε ορισμένα είδη ο δεσμός του ζευγαριού διαρκεί μόνο για τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, ειδικά εάν το είδος είναι μεταναστευτικό. Σε άλλα, μη μεταναστευτικά είδη, όπως η Μικρή Κουκουβάγια (Little Owl), τα ζευγάρια παραμένουν μαζί καθ 'όλη τη διάρκεια του έτους. Τα δε ζευγάρια των Χουχουριστών (Tawny Owl) παραμένουν μαζί για όλη τους τη ζωή.

Οι κουκουβάγιες δεν κατασκευάζουν φωλιές αλλά χρησιμοποιούν έτοιμες, κατάλληλες τοποθεσίες ή εγκαταλελειμμένες φωλιές άλλων πτηνών. Τα είδη που αναπαράγονται σε ανοιχτούς χώρους φωλιάζουν συνήθως στο έδαφος.

Η Κουκουβάγια του Χιονιού, η οποία ζει στην Αρκτική τούνδρα, χρησιμοποιεί μία κοιλότητα στο έδαφος την οποίο το θηλυκό γεμίζει με φυτικά υλικά. Οι Βαλτόμπουφοι (Short-eared Owls) συχνά φωλιάζουν μέσα ή δίπλα σε συστάδες χόρτων ενώ σπανιότερα επιλέγονται παρόμοιες τοποθεσίες από Νανόμπουφους και Χουχουριστές, δύο είδη που φωλιάζουν συνήθως στα δέντρα.

Οι τρύπες στα δέντρα είναι μια άλλη τοποθεσία που προτιμά μια μεγάλη ποικιλία κουκουβαγιών και κάποια είδη, κυρίως η Τυτώ, χρησιμοποιούν κτίρια, σκεπές ή τρύπες σε αχυρώνες.

Οι εγκαταλελειμμένες φωλιές κορακιών και αρπακτικών πτηνών επιλέγονται επίσης από πολλά είδη κουκουβαγιών.

Οι Υπόγειες Κουκουβάγιες (Burrowing Owls) φωλιάζουν υπόγεια σε εγκαταλελειμμένα λαγούμια που ανοίχτηκαν από θηλαστικά ή όταν το έδαφος το επιτρέπει, σκάβουν δικά τους. Τέλος, ο Ευρασιατικός Μπούφος χρησιμοποιεί φυσικές ρωγμές για να φωλιάσει.

Οι κουκουβάγιες γεννούν από ένα έως και δεκατρία αυγά, ανάλογα με το είδος και την εποχή με συνηθέστερα τα τρία ή τέσσερα αυγά. Τα αυγά τους είναι στρογγυλά και λευκά.

Η επώαση των αυγών συνήθως ξεκινά όταν γεννηθεί το πρώτο και διαρκεί στα περισσότερα είδη για περίπου τριάντα ημέρες. Κατά τη διάρκεια της επώασης, τα αυγά σπάνια μένουν μόνα τους. Οι θηλυκές κουκουβάγιες αποκτούν μια περιοχή με πολύ αρύ πτέρωμα στην κοιλιά τους. Το σχεδόν γυμνό δέρμα εκεί έχει περισσότερα αιμοφόρα αγγεία από άλλα σημεία παρέχοντας έτσι την απαραίτητη θερμότητα στα αυγά.

Οι νεοσσοί της κουκουβάγιας εκκολάπτονται με τη βοήθεια ενός "Δοντιού του Αυγού" (Egg Tooth) που είναι μια προεξοχή στο ράμφος κοινή σε όλα τα πουλιά, η οποία πέφτει σε μια ή δύο εβδομάδες μετά την εκκόλαψη.

Egg_Tooth.webp

Κατά την εκκόλαψη, οι νεοσσοί είναι τυφλοί και περιβάλλονται από ένα λεπτό χνούδι. Σε 1-2 εβδομάδες, εμφανίζεται ένα βαρύτερο δεύτερο στρώμα πτερώματος. Σε 3-4 εβδομάδες, οι νεοσσοί κάποιων ειδών εγκαταλείπουν τη φωλιά και σκαρφαλώνουν στα τριγύρω κλαδιά.

Το επόμενο στάδιο ανάπτυξής τους αφορά στην εκμάθηση της πτήσης. Στους Μπούφους της Βιρτζίνια αυτό ξεκινά στις 9-10 εβδομάδες μετά την εκκόλαψη, η Τυτώ στις 7-8 εβδομάδες και στους Μεγάσκωπες 4-5 εβδομάδες.

Οι περισσότερες κουκουβάγιες φτάνουν στη σεξουαλική ωριμότητα περίπου ένα χρόνο μετά την εκκόλαψή τους. Ορισμένα μεγαλύτερα είδη, ωστόσο, ωριμάζουν αναπαραγωγικά το δεύτερο ή τρίτο έτος της ζωής τους.

Ονοματολογία και συστηματική ταξινόμηση​

Ελληνική Ονομασία: Κουκουβάγια, Γλαύκα.
Αγγλική ονομασία: Owl.
Τάξη: Γλαυκόμορφα (Strigiformes). (συνδέονται στενά με τα Αιγοθηλόμορφα Caprimulgiformes).
Οικογένειες
  1. Γλαυκίδες ή Στριγγίδες (Strigidae)
  2. Τυτονίδες (Tytonidae)

Γένη των Γλαυκίδων ή Στριγγίδων​

  • Aegolius - Αιγωλιός
  • Asio - Άσιος
  • Athene- Αθηνά
  • Bubo - Βύας
  • Ciccaba
  • Glaucidium - Γλαυκίδιον
  • Jubula - Χαιτογλαύξ
  • Lophostrix - Λοφογλαύξ
  • Margarobyas
  • Megascops - Μεγάσκωψ, νυκτόβια είδη
  • Micrathene - Μικραθηνά
  • Nesasio - Νησάσιος
  • Ninox - Νίνωξ
  • Otus - Ώτος
  • Xenoglaux - Ξενογλαύξ
  • Pseudoscops - Ψευδόσκωψ
  • Ptilopsis
  • Psiloscops - Ψιλόσκωψ
  • Pyrroglaux
  • Pulsatrix
  • Scotepelia - Σκοτοπελία
  • Strix - Γλαυξ
  • Surnia - Σουρνία
  • Uroglaux - Ουρογλαύξ
Περισσότερα για τις Γλαυκίδες ή Στριγγίδες (Strigidae).

Γένη των Τυτονίδων​

  • Phodilus) - Φόδιλος
  • Tyto - Τυτώ
Περισσότερα για τις Τυτονίδες (Tytonidae).

Media gallery Κουκουβάγιων​


Άλλες τάξεις πτηνών​

Στρουθιόμορφα πτηνά (Passeriformes)
Ψιττακόμορφα (Psittaciformes)
 
Τελευταία επεξεργασία:
Back
Top