Γενικά Ορολογία και ανάλυση όρων στην εκτροφή πτηνών

Πολλές φορές διαβάζουμε σε κείμενα ή άρθρα σχετικά με τα πουλιά, ορολογίες που προσπαθούμε να θυμηθούμε τι ακριβώς σημαίνουν ή είτε ψάχνουμε τον ορισμό τους σε διάφορες πηγές ή ακόμη αναζητούμε να μάθουμε τι ακριβώς σημαίνουν.

Βασικές εκτροφικές ορολογίες​

Συγκεντρώσαμε λοιπόν κάποιους από αυτούς τους όρους σε ένα χώρο, για να διευκολύνουμε τους αναγνώστες στην αναζήτησή τους. Η λίστα ενημερώνεται συνεχώς ώστε να είναι επικαιροποιημένη.

Ορολογίες ονομασίας καναρινιών​


Albino​

Ονομάζεται το καναρίνι που απουσιάζει κάθε χρωματισμός από το φτέρωμα, το δέρμα και τα μάτια. Το πουλί αυτό έχει κόκκινα μάτια. Περισσότερα: Ο αλμπινισμός στα καναρίνια

Consort​

Χαρακτηρίζεται το καναρίνι που δεν έχει λοφίο στην παραπάνω ράτσα πουλιών.

Lutino​

Ονομάζουμε το καναρίνι με κόκκινα μάτια, κίτρινο χρωματισμό στο φτέρωμά του και μπεζ ανοιχτό το χρώμα του ράμφους και του δέρματος.

Rubino​

Ονομάζουμε το καναρίνι με κόκκινα μάτια, κόκκινο χρωματισμό στο φτέρωμά του και μπεζ ανοιχτό το χρώμα του ράμφους και του δέρματος.

Λιποχρωμικά​

Ονομάζουμε όλα τα καναρίνια που δεν παρουσιάζουν κανένα μελανικό στοιχείο στο φτέρωμά τους και είτε έχει βαφεί και είναι όλο κίτρινο ή κόκκινο είτε δεν υπάρχει καθόλου χρωματισμός και παρέμειναν λευκά. Περισσότερα στο άρθρο για τα λιποχρωμικά καναρίνια.

Λοφιοφόρο ή Huppe ή Crested ή Corona​

Είναι το καναρίνι που έχει στο κεφάλι του σκουφί και ανήκει στα καναρίνια τύπου ή θέσεως.

Μελανικά​

Ονομάζουμε όλα τα καναρίνια που με τα σκούρα μελανικά φτερά τους, διαφοροποιούνται από τα λιποχρωμικά.

Ορολογίες φτερώματος καναρινιών​

Ευμελανίνη - Φαιομελανίνη
Ευμελανίνη - Φαιομελανίνη​

Αποχρωματισμός​

Χαρακτηρίζει το φτέρωμα που εξ αιτίας των διαφόρων μεταλλάξεων χάθηκαν ολικώς κάποιες από τις μελανίνες του.

Αραιωμένος​

Χαρακτηρίζεται ο τύπος του φτερώματος που δείχνει χρωματικά λιγότερο «ζωντανός» σε σχέση με τον αρχικό, εξ αιτίας πολλαπλών μεταλλάξεων όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις του αχάτη της ιζαμπέλας κλπ).

Ενδιάμεσος​

Χαρακτηρίζεται ο χρωματισμός του φτερώματος των πουλιών που έχουν μελανικά στίγματα στα φτερά αποτέλεσμα διασταύρωσης ενός λιποχρωμικού και ενός μελανικού τύπου καναρινιού.

Έντονος ή intensive ή τύπου Α​

Χαρακτηρίζεται ο τύπος του φτερώματος των πουλιών που ο χρωματισμός στα φτερά τους προκύπτει από την παρουσία του βασικού χρώματος μέχρι την άκρη του φτερού.

Κηλιδωτός​

Χαρακτηρίζεται ο χρωματισμός του φτερώματος κυρίως των μελανικών καναρινιών, στον οποίο παρουσιάζονται ανοιχτόχρωμες κηλίδες αποχρωματισμού του, εξ αιτίας της απουσίας μελανίνης στο σημείο εκείνο του φτερώματος.

Λιπόχρωμα​

Δίνει το βασικό χρωματισμό του καναρινιού. Είναι λιποδιαλυτό υλικό που προέρχεται κυρίως από τις τροφές που καταναλώνουν τα πουλιά και είναι υπεύθυνο για το χρώμα της βάσης.

Μωσαϊκός​

Χαρακτηρίζεται ο τύπος του φτερώματος που μοιάζει με το έντονο αλλά βρίσκεται μόνο σε ορισμένα σημεία του σώματος των καναρινιών όπως στους οδηγούς στις φτερούγες, στη μάσκα των αρσενικών ή τα φρύδια των θηλυκών κλπ.

Σημαδεμένο ή σημάδια​

Χαρακτηρίζεται το φτέρωμα των πουλιών που έχει μια ανοιχτόχρωμη ή σκουρόχρωμη μελανική κηλίδα η οποία χαλάει και διαταράσσει το χρωματικά αντίθετο μοτίβο του φτερώματος.

Συμμετρικό ή κηλιδωτό​

Χαρακτηρίζεται το φτέρωμα των πουλιών που ακολουθεί μια συμμετρία σ' αυτό, αφού παρουσιάζει μελανικές κηλίδες συμμετρικά και στις δύο πλευρές του φτερώματος.

Υποπτέρωμα​

Είναι το κάτω μέρος των φτερών που έχει ένα πουλί και σε μήκος που αφορά το πρώτο 1/3 του μήκους τους. Στα λιποχρωμικά καναρίνια είναι λευκό.

Χιονέ ή Frost ή Buff ή τύπου Β​

Χαρακτηρίζονται τα φτερά των καναρινιών που το βασικό χρώμα δεν φτάνει μέχρι την άκρη του φτερού αφήνοντας ένα λευκό τελείωμα που δίνει την αίσθηση του θαμπού, του χιονισμένου. Είναι το φυσικό και αρχικό φτέρωμα των πουλιών. Διαβάστε ένα σχετικό άρθρο, Έλεγχος τύπου πτερώματος καναρινιών πριν το ζευγάρωμα.

Χρώμα βάσης​

Αναφέρεται στο βασικό χρώμα του καναρινιού που μπορεί να είναι κίτρινο, κόκκινο ή να μη βαφεί καθόλου και να παραμείνει λευκό. Στη συνέχεια μπορεί να προστεθούν και τα υπόλοιπα χρώματα του τύπου ή της μετάλλαξης που τα διαφοροποιούν.

Yellow​

Χαρακτηρίζονται τα φτερά των πουλιών που ο βασικός χρωματισμός το κίτρινο ή το πορτοκαλί φτάνει μέχρι το άκρο του φτερού ή απέχει ελάχιστα από την άκρη του.

Ορολογίες γενετικής και βιολογίας​


Γενετική και βιολογία

Αιμομιξία​

Η επιλογή των ζευγαριών για αναπαραγωγή από πτηνά που προέρχονται μόνο από το στενό οικογενειακό κύκλο, με στόχο τη διατήρηση ή καθιέρωση κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους.

Αλληλόμορφα γονίδια​


Είναι τα γονίδια που βρίσκονται στην ίδια θέση με τα ομόλογα χρωμοσώματα και ελέγχουν την ίδια ιδιότητα. Ο μέγιστος αριθμός τους σε ένα διπλοειδή οργανισμό είναι δύο.

Ανάδρομη διασταύρωση​

Η διασταύρωση του γονέα με τον καλύτερο ετερόφυλο απόγονό του, με στόχο με στόχο τη διατήρηση ή καθιέρωση κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους.

Γαμέτης​

Ονομάζεται το αρχικό αναπαραγωγικό ή γεννητικό κύτταρο, που προέρχεται από το σπέρμα ή το αυγό των όντων.

Γονότυπος ή γενότυπος​

Είναι το σύνολο των αλληλόμορφων γονιδίων ενός οργανισμού. Είναι το σύνολο των αλληλόμορφων γονιδίων που απαρτίζουν το DNA του κάθε οργανισμού. Ο γονότυπος περιέχει όλες τις γενετικές πληροφορίες που διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά των πουλιών μας, χωρίς όμως αυτά να είναι σε μας ορατά.

Δηλαδή χαρακτηριστικά που τα κουβαλά ο οργανισμός χωρίς όμως να τα δείχνει.

Διμορφισμός​

Χαρακτηρίζεται η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών στο ίδιο είδος ή μετάλλαξη των πουλιών.

Ενδογαμία ή ενδοδιασταύρωση​

Η επιλογή των ζευγαριών για αναπαραγωγή από πτηνά που προέρχονται μόνο από την ευρύτερη συγγενική οικογένεια, με στόχο τη διατήρηση ή καθιέρωση κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους.

Ετεροζυγωτές ή ετερόζυγα​

Είναι τα άτομα που φέρουν διαφορετικά αλληλόμορφα γονίδια πχ. Κκ. Ετεροζυγωτά στη γενετική χαρακτηρίζονται τα γονίδια, που γεωμετρικά βρίσκονται πάνω στην ίδια θέση αλλά δεν είναι όμοια. Είναι διαφορετικά για το ίδιο ζεύγος γονιδίων πάνω στο χρωμόσωμα, εξαιτίας κάποιας μετάλλαξης.

Κυρίαρχη ή επικρατούσα ή υπερέχουσα μετάλλαξη​

Έχουμε στην περίπτωση που θα εμφανιστεί στο φαινότυπο των απογόνων κάποιο γονιδιακό χαρακτηριστικό της εμφάνισης που είχε μόνο ο ένας γονιός. Είναι κληρονομικό χαρακτηριστικό που επικρατεί σε όλους τους παράγοντες της γονιδιακής κληρονομικότητας (dominant)

Μείωση​

Στη γενετική είναι η κυτταρική διαίρεση, ο πολλαπλασιασμός των κυττάρων με την οποία δημιουργούνται οι γαμέτες.

Μετάλλαξη​

Χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε μεταβολή έχει συμβεί στο γενετικό υλικό ενός οργανισμού. Σχετικό άρθρο: Δημιουργία, Εξέλιξη, Γενετική, Μετάλλαξη.

Μίτωση​

Στη γενετική είναι ο κυτταρικός πολλαπλασιασμός για την ανάπτυξη ή την ανανέωση των κατεστραμμένων κυττάρων στα έμβια όντα.

Ομοζυγωτές ή ομοζυγα​

Είναι τα άτομα που έχουν τα ίδια αλληλόμορφα γονίδια για μια συγκεκριμένη γενετική ιδιότητα πχ. ΚΚ ή κκ. Ομοζυγωτά στη γενετική χαρακτηρίζονται τα όμοια γονίδια, που γεωμετρικά βρίσκονται πάνω στην ίδια θέση πάνω στο χρωμόσωμα (είναι ίδια στο ίδιο ζεύγος γονιδίων), και είναι ένα σε κάθε χρωματίδιο.

Υπολειπόμενη ή υποτελής μετάλλαξη​

Έχουμε στην περίπτωση που για να εμφανιστεί κάποιο γονιδιακό χαρακτηριστικό στο φαινότυπό των απογόνων θα πρέπει να έχουν το γονίδιο και οι δύο γονείς. (Recessive)

Φαινότυπος​

Είναι το σύνολο των χαρακτήρων οι οποίοι αποτελούν την έκφραση του γονότυπου στον οργανισμό. Είναι αυτά που σε μας είναι ορατά, αυτά που βλέπουμε όπως για παράδειγμα το καπέλο στα Huppe Allemand - Γερμανικά λοφιοφόρα καναρίνια.

Φορέας μετάλλαξης​

Αν κάποιο γονίδιο υπάρχει μόνο στον έναν γονιό, στο χρωμόσωμά του δηλαδή, τότε το πουλί είναι φορέας της μετάλλαξης και φυσικά δεν την εμφανίζει στο φαινότυπό του. Σχετικό άρθρο: Ο ρόλος του φορέα γονιδίων στις μεταλλάξεις των καναρινιών.

Φυλοσύνδετη μετάλλαξη​

Χαρακτηρίζεται η μετάλλαξη που η μεταβίβασή της στους απογόνους είναι άμεσα εξαρτώμενη με το φύλο τους και φέρεται στο Χ φυλετικό χρωμόσωμα.

Φυλοσύνδετος υπολειπόμενος​

Τρόπος κληρονομικότητας είναι αυτός κατά τον οποίο ο γόνος βρίσκεται στα φυλετικά χρωματοσώματα. Το είδος αυτό της κληρονομικότητας μεταφέρεται από τη μητέρα στους γιους.

Σημείωση: Τα θηλυκά άτομα έχουν ένα αντίγραφο μια φυλοσύνδετης μετάλλαξης επειδή είναι ετερόζυγα και άρα δεν μπορεί να είναι φορείς της. Αν δεν την βλέπουμε στο φαινότυπό τους δεν την έχουν, σε αντίθεση με τα ομόζυγα αρσενικά. Αν στα αρσενικά η μετάλλαξη είναι ορατή αυτό σημαίνει πως την έχει και στα δύο Χ χρωμοσώματά του. (sex-linked)

Χρωμόσωμα​

Είναι μια οργανωμένη δομή DNA και πρωτεϊνών που βρίσκεται στα κύτταρα κάθε οργανισμού.

Άλλες χρήσιμες ορολογίες​


Ευμελανίνες​

Είναι οι ραβδόμορφοι κόκκοι καστανού έως και μαύρου χρώματος που υπάρχουν στα κύτταρα των φτερών των πουλιών.

Κανθαξανθίνη​

Κόκκινη χρωστική ουσία φυτικής κυρίως προέλευσης που ανήκει στις καροτίνες.

Καροτίνη​

Είναι λιποδιαλυτή χρωστική ουσία που προέρχεται κυρίως από τα φυτά.

Καφέ ευμελανίνη​

Είναι η καφέ μελανίνη που τη βρίσκουμε στο κέντρο των φτερών και στο υποπτέρωμα των πουλιών.

Μαύρη ευμελανίνη​

Είναι η μαύρη μελανίνη που τη βρίσκουμε στο κέντρο των φτερών και στο υποπτέρωμα των πουλιών.

Μελανίνες​

Ονομάζονται οι διάφορες σκουρόχρωμες χρωστικές από το κίτρινο-κάστανο μέχρι το μαύρο.

Ξανθοφύλλες​

Είναι οι κίτρινες μέχρι κίτρινο-καστανές καροτίνες που προέρχονται από τα φυτά και προσλαμβάνονται από το πουλί με την τροφή του.

Φαιομελανίνες​

Kόκκοι χρωστικής με μορφή σφαίρας από το κιτρινο-κάστανο μέχρι καστανό-κόκκινο που υπάρχουν στα κύτταρα των φτερών. Τις συναντούμε σε μεταλλάξεις πουλιών όπως τα φαιό.

Χρωστικές​

Ονομάζονται οι ουσίες που υπάρχουν στα κύτταρα των φτερών των πουλιών. Παράδειγμα οι μελανίνες και τα λιποχρώματα σε αντιδιαστολή με τα υπόλοιπα φέροντα χρώματα.

Σχετικό περιεχόμενο​

Τα χρωμοσώματα του φύλου στα πτηνά
 
Back
Top