anatolia
PB Member
Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας όσα υποκοριστικά έχω «παράξει» για όλους τους φτερωτούς κατοίκους του σπιτιού μου, και εσείς με τη σειρά σας, αν θέλετε, να μου πείτε πως σας βγαίνει και ονομάζετε τα δικά σας λατρεμένα.
Λοιπόν, επειδή η τρομερή αδυναμία είναι πραγματικά μια αδυναμία, στον καθένα έχω από μερικά υποκοριστικά συγκεκριμένα και σε όλους κάποια γενικά.
Εκείνα δείχνουν να ανταποκρίνονται και στα υποκοριστικά, όπως και στα ονόματα τους, όσο αστείο και αν φαίνεται.
Το πρωί που ξυπνάμε όλοι και αρχίζουν τα τιτιβίσματα (μπάντζι και κοκατίλ) και τα γκαρίσματα (Αλεξανδρινοί) και την ώρα που τα πάω όλα στο σαλόνι, τους μιλάω και τους λέω «πουπουλένιοι κόλοι, ξυπνήσατε;! Σκατοπούλια της μαμάς, σας λατρεύω, μικρά μου κακαριζόπουλα, ξυπνήσατε μικρά κοκό;!» (Σόρρυ για τις ίσως ακατάλληλες για κάποιους λέξεις!)
Το μεσημέρι, όταν αφήνω τις θηλυκές να πετάνε και κακαρίζουν τα αρσενικά κοκατίλ, τις φωνάζω «σουρτούκες» ή «μικρές σκατούλες» όταν ανεβαίνουν στα κλουβιά τω αρσενικών και κάνουν πως «στήνονται» και τις διώχνω, και τα αρσενικά τα λέω «κοκοράκι», «μαιμούνι», «αλητάκο», «βρωμοπούλι» και άλλα παρόμοια, ότι μου βγει από αγάπη και λατρεία εκείνη την ώρα.
Τον Αλεξανδρινό αρσενικό, επειδή γκαρίζει κάθε πρωί, τον λέω «Ρόκκο - μπαρόκκο» και όταν του λέω «μην γκαρίζεις, έλα να μιλήσουμε! Πού είσαι, εδώ είσαι;» Εκείνος σταματά τις κραυγές και αμέσως μου απαντά «έλα, έλα ού, ού!» και ηρεμεί, γιατί ξέρει ότι αμέσως μετά ακολουθεί ένα μπολ με φρούτα και λαχανικά…)
Την Κοκό, την Αλεξανδρινή μας την φωνάζω «μωρό μου, έλα μωρό μου», καθώς προσπαθώ να της μάθω το «μωρό μου», ακόμα, όμως τίποτε… Το ‘έλα’ το λέει)
Μερικές φορές, όταν κάθεται πάνω μου και μου μασουλά τις μπλούζες, θυμώνω και την επιπλήττω με φωνή δυνατή και την λέω «Κοκό, τι κάνεις εκεί, σκατούλα; Ξύλο θα φας τώρα!» και εκπλήσσεται (μάλλον από τον τόνο μου και σταματά αμέσως το μασούλημα, αλλά αρχίζει ένα κατεβατό ακαταλαβίστικο από ήχους και λέξεις!)
Την Ϊβα (μπάντζι), την πιο λεπτοκαμωμένη από την παρέα, την έχω πολλή αγάπη και την λέω συχνά Ιβούλα, κοκό, μανούλα (τώρα που έχει και μωρό), κοπέλα μου, μωρό μου.
Τον Τσίκι (μάντζι), τον σύντροφο της, τον έχω αδυναμία μεγάλη και τον λέω συχνά Τσικολίνο, και ανταποκρίνεται μία χαρά, μου δίνει σημασία αμέσως!
Τον Φίγκο (αρσενικός τιλ) τον λέω πολύ συχνά Φιγκολίνο, τον Νάσο _ Νασούλι, την Ζιζέλ – Ζίζι ή Ζίζικα, και την λατρεμένη μου πρώτη και ανεπανάληπτη κοκατιλίνα λουτίνα Χάρη – ουφφφφ, δύσκολο να κατονομάσω όλα τα υποκοριστικά της!)
Λατρεία μου (ιδίως όταν έρχεται στον ώμο/μπράτσο για χάδια), κοκό μου, μωρό μου, σκατούλα μου μικρή, πουπουλένια, λατρεμένο, και άλλα μύρια!) Χώρια τα χιλιάδες χάδια και φιλιά που με αφήνει να της δίνω…)
Η αγάπη δεν έχει όρια, όπως καταλαβαίνετε, και οι σχέσεις με το καθένα είναι άκρως προσωπικές! Όπως φαντάζομαι είναι και οι δικές σας με τα δικά σας μωρά.
Προτείνω, λοιπόν, να μοιραστούμε τα υποκοριστικά μας, ώστε να συντάξουμε και μια λίστα κάποια στιγμή για τα πιο δημοφιλή, για να δούμε τι συναισθήματα επικρατούν ανάμεσα μας σχετικά με τα φτερωτά μας μωρά) Συμφωνείτε;
Λοιπόν, επειδή η τρομερή αδυναμία είναι πραγματικά μια αδυναμία, στον καθένα έχω από μερικά υποκοριστικά συγκεκριμένα και σε όλους κάποια γενικά.
Εκείνα δείχνουν να ανταποκρίνονται και στα υποκοριστικά, όπως και στα ονόματα τους, όσο αστείο και αν φαίνεται.
Το πρωί που ξυπνάμε όλοι και αρχίζουν τα τιτιβίσματα (μπάντζι και κοκατίλ) και τα γκαρίσματα (Αλεξανδρινοί) και την ώρα που τα πάω όλα στο σαλόνι, τους μιλάω και τους λέω «πουπουλένιοι κόλοι, ξυπνήσατε;! Σκατοπούλια της μαμάς, σας λατρεύω, μικρά μου κακαριζόπουλα, ξυπνήσατε μικρά κοκό;!» (Σόρρυ για τις ίσως ακατάλληλες για κάποιους λέξεις!)
Το μεσημέρι, όταν αφήνω τις θηλυκές να πετάνε και κακαρίζουν τα αρσενικά κοκατίλ, τις φωνάζω «σουρτούκες» ή «μικρές σκατούλες» όταν ανεβαίνουν στα κλουβιά τω αρσενικών και κάνουν πως «στήνονται» και τις διώχνω, και τα αρσενικά τα λέω «κοκοράκι», «μαιμούνι», «αλητάκο», «βρωμοπούλι» και άλλα παρόμοια, ότι μου βγει από αγάπη και λατρεία εκείνη την ώρα.
Τον Αλεξανδρινό αρσενικό, επειδή γκαρίζει κάθε πρωί, τον λέω «Ρόκκο - μπαρόκκο» και όταν του λέω «μην γκαρίζεις, έλα να μιλήσουμε! Πού είσαι, εδώ είσαι;» Εκείνος σταματά τις κραυγές και αμέσως μου απαντά «έλα, έλα ού, ού!» και ηρεμεί, γιατί ξέρει ότι αμέσως μετά ακολουθεί ένα μπολ με φρούτα και λαχανικά…)
Την Κοκό, την Αλεξανδρινή μας την φωνάζω «μωρό μου, έλα μωρό μου», καθώς προσπαθώ να της μάθω το «μωρό μου», ακόμα, όμως τίποτε… Το ‘έλα’ το λέει)
Μερικές φορές, όταν κάθεται πάνω μου και μου μασουλά τις μπλούζες, θυμώνω και την επιπλήττω με φωνή δυνατή και την λέω «Κοκό, τι κάνεις εκεί, σκατούλα; Ξύλο θα φας τώρα!» και εκπλήσσεται (μάλλον από τον τόνο μου και σταματά αμέσως το μασούλημα, αλλά αρχίζει ένα κατεβατό ακαταλαβίστικο από ήχους και λέξεις!)
Την Ϊβα (μπάντζι), την πιο λεπτοκαμωμένη από την παρέα, την έχω πολλή αγάπη και την λέω συχνά Ιβούλα, κοκό, μανούλα (τώρα που έχει και μωρό), κοπέλα μου, μωρό μου.
Τον Τσίκι (μάντζι), τον σύντροφο της, τον έχω αδυναμία μεγάλη και τον λέω συχνά Τσικολίνο, και ανταποκρίνεται μία χαρά, μου δίνει σημασία αμέσως!
Τον Φίγκο (αρσενικός τιλ) τον λέω πολύ συχνά Φιγκολίνο, τον Νάσο _ Νασούλι, την Ζιζέλ – Ζίζι ή Ζίζικα, και την λατρεμένη μου πρώτη και ανεπανάληπτη κοκατιλίνα λουτίνα Χάρη – ουφφφφ, δύσκολο να κατονομάσω όλα τα υποκοριστικά της!)
Λατρεία μου (ιδίως όταν έρχεται στον ώμο/μπράτσο για χάδια), κοκό μου, μωρό μου, σκατούλα μου μικρή, πουπουλένια, λατρεμένο, και άλλα μύρια!) Χώρια τα χιλιάδες χάδια και φιλιά που με αφήνει να της δίνω…)
Η αγάπη δεν έχει όρια, όπως καταλαβαίνετε, και οι σχέσεις με το καθένα είναι άκρως προσωπικές! Όπως φαντάζομαι είναι και οι δικές σας με τα δικά σας μωρά.
Προτείνω, λοιπόν, να μοιραστούμε τα υποκοριστικά μας, ώστε να συντάξουμε και μια λίστα κάποια στιγμή για τα πιο δημοφιλή, για να δούμε τι συναισθήματα επικρατούν ανάμεσα μας σχετικά με τα φτερωτά μας μωρά) Συμφωνείτε;