Η κοκκιδίωση είναι μια ασθένεια που προσβάλλει και τα πτηνά. Διαβάστε ποια είναι τα συμπτώματα, πώς γίνεται η διάγνωση, η θεραπεία, πώς μεταδίδεται η ασθένεια, εάν μεταδίδεται και στον άνθρωπο και γενικά όσα πρέπει να ξέρετε για την έγκαιρη παρέμβαση και την αντιμετώπιση της.
Στα πτηνά, τις περισσότερες μορφές κοκκιδίωσης προκαλεί το παθογόνο κοκκίδιο του γένους Eimeria. Τα κοκκίδια προσβάλλουν συνήθως το γαστρεντερικό σύστημα, αλλά υπάρχουν και κάποια που προσβάλλουν άλλα όργανα, όπως το ήπαρ και τα νεφρά.
Η κλινική ασθένεια που προκαλείται από τα κοκκίδια ονομάζεται κοκκιδίωση, ενώ η παρουσία τους χωρίς ασθένεια ονομάζεται κοκκιδίαση.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, ένα πουλί που έχει μολυνθεί από κοκκίδια αναπτύσσει ανοσία στην ασθένεια και αναρρώνει, εκτός εάν ξαναμολυνθεί. Η εμφάνιση της νόσου εξαρτάται, εν μέρει, από τον αριθμό των κυττάρων του ξενιστή (του πουλιού) που έχουν καταστραφεί από τη αρχική μορφή του παρασίτου. Τα σοβαρά προσβεβλημένα πτηνά μπορεί να πεθάνουν πολύ γρήγορα.
Συχνά, η βλάβη των ιστών του εντέρου του πουλιού οδηγεί στη διακοπή της σίτισης, τη διαταραχή των πεπτικών διαδικασιών ή την αδυναμία απορρόφησης των θρεπτικών ουσιών, την αφυδάτωση, την αναιμία και την αυξημένη ευπάθεια σε άλλους παράγοντες της νόσου.
Στους γερανούς, τα κοκκίδια που υπάρχουν φυσιολογικά στο έντερο μερικές φορές διαχέονται σε όλο το σώμα. Η ασθένεια που προκύπτει, η διάχυτη σπλαχνική κοκκιδίωση των γερανών (DVC), χαρακτηρίζεται από οζίδια, ή κοκκιώματα, στην επιφάνεια των οργάνων και των ιστών που εμφανίζονται στα αναπτυξιακά στάδια του παρασίτου.
Τα κοκκίδια είναι παράσιτα κυρίως των οικόσιτων ζώων, αλλά, επειδή κάθε είδος κοκκιδίου προτιμά να παρασιτεί συγκεκριμένα είδη πουλιών και λόγω της αυτοπεριοριζόμενης φύσης των περισσότερων λοιμώξεων, η κοκκιδίωση σε ελεύθερα πουλιά, δεν δημιουργεί μεγάλη ανησυχία.
Ωστόσο, η μείωση της τροφής που γίνεται αιτία συγκέντρωσης των πληθυσμών των πτηνών και ο αυξανόμενος αριθμός των αιχμαλωτισμένων ή εκτρεφόμενων πουλιών που απελευθερώνονται στο φυσικό περιβάλλον, ενισχύει το ενδεχόμενο ανάπτυξης προβλημάτων κοκκιδίωσης.

Ένα ώριμο θηλυκό παράσιτο στο έντερο ενός μολυσμένου πουλιού ξενιστή, παράγει μη μολυσματικά, γονιμοποιημένα αυγά ή ωοκύστες, τα οποία περνούν στο περιβάλλον μέσω των περιττωμάτων του πουλιού ξενιστή.
Οι ωοκύστες σύντομα γίνονται μολυσματικές ενώ βρίσκονται στο περιβάλλον.
Ένα πουλί καταπίνει τις ωοκύστες με την τροφή ή το νερό και οι μολυσματικές ωοκύστες εισβάλλουν στο έντερο του πουλιού. Μέσα στο έντερο, οι ωοκύστεις μπορεί να περάσουν σε διάφορα στάδια ανάπτυξης ή και όχι, ανάλογα με το είδος του παρασίτου, πριν γίνουν σεξουαλικά ώριμα αρσενικά και θηλυκά παράσιτα.
Το παρακάτω σχήμα απεικονίζει τον πολύπλοκο κύκλο ζωής των κοκκιδίων Eimeria και τον εκθετικό ρυθμό μόλυνσης και καταστροφής των εντερικών επιθηλιακών κυττάρων, τα οποία είναι τα κύτταρα που παρέχουν προστασία στο εντερικό τοίχωμα.

Τα ώριμα θηλυκά παράσιτα απελευθερώνουν μη μολυσματικές ωοκύστες στο περιβάλλον, και ως εκ τούτου, ο κύκλος αρχίζει εκ νέου.
Τα είδη των κοκκιδίων που προσβάλλουν τις σπίζες ανήκουν στο γένος Isospora με τα είδη I. canaria (κοκκιδίωση) και I. serini (ατοξοπλάσμωση) να προσβάλλει κυρίως τα καναρίνια, ενώ το είδος I. lacazei τις καρδερίνες [3].

Το σημείο προσβολής της κοκκιδίωσης εξαρτάται από το είδος του κοκκιδίου και τη σοβαρότητα της μόλυνσης. Στις γκριζόπαπιες, εμφανίζεται φλεγμονή ή εντερίτιδα συνήθως στο ανώτερο λεπτό έντερο (Εικ. A).
Στις γκριζόπαπιες που επιβιώνουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, σχηματίζονται ξηρές κρούστες στην εσωτερική επιφάνεια του βλεννογόνου του εντερικού σωλήνα. Η σοβαρότητα αυτής της βλάβης μειώνεται από το λεπτό έντερο προς το παχύ έντερο (Εικ. Β).
Οι χρόνιες βλάβες της εντερικής κοκκιδίωσης εμφανίζονται με διαφορετικές μορφές σε διαφορετικά είδη. Μερικές φορές εμφανίζονται ως διακριτές φωτεινές περιοχές μέσα στο εντερικό τοίχωμα.
Οι βλάβες του DVC στους γερανούς αποτελούνται συνήθως από μικρά (λιγότερο από 5 χιλιοστά σε διάμετρο), ανοιχτόχρωμα κοκκιώματα.
Αυτά τα οζίδια βρίσκονται σε οποιαδήποτε επιφάνεια της κοιλότητας του σώματος, αλλά παρατηρούνται συνήθως στο εσωτερικό του οισοφάγου, κοντά στην είσοδο του θώρακα, στην εσωτερική επιφάνεια του στέρνου.
Επίσης, μπορεί να εμφανιστούν ανοιχτόχρωμα επιχρίσματα πάνω και μέσα σε όργανα, όπως η καρδιά και το ήπαρ (Εικ. 26.7A, Β).
Η μικροσκοπική εξέταση των περιττωμάτων δεν αρκεί για τη διάγνωση της κοκκιδίωσης επειδή η ασθένεια μπορεί να αναπτυχθεί πριν υπάρξει μεγάλος αριθμός ωοκυστών στα περιττώματα και επειδή οι ωοκύστες στα περιττώματα μπορεί να μην ανήκουν σε παθογόνα είδη κοκκιδίων.
Ο κίνδυνος εκδήλωσης της ασθένειας αυξάνεται σημαντικά όταν οι συνθήκες αυτές οδηγούν σε διασπορά των ωοκυστών στην τροφή και το πόσιμο νερό. Σε πτηνά που διατηρούνται σε αιχμαλωσία, η σωστή καθαριότητα συμπεριλαμβανομένης της συνεχούς απομάκρυνσης της τροφής και των περιττώματατων, μπορεί να ελαχιστοποιήσει το ενδεχόμενο εκδήλωσης της κοκκιδίωσης.
Η κοκκιδίωση των πτηνών σε αιχμαλωσία μπορεί να αντιμετωπιστεί με φάρμακα που ελέγχουν, αλλά δεν εξαλείφουν, το μόλυνση. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο διασποράς ωοκυστών από τα πουλιά αυτά και μετά τη θεραπεία, εάν πρόκειται να αναμειχθούν με άλλα πουλιά.
Επομένως, ο στόχος δεν είναι να εξαλειφθεί εντελώς η μόλυνση που προκαλείται από κοκκίδια, αλλά να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης για την αποφυγή λοιμώξεων βαριάς μορφής και η διατήρηση χαμηλού αριθμού κοκκιδίων στο περιβάλλον.

Μακροσκοπικές βλάβες διάχυτης σπλαχνικής κοκκιδίωσης των γερανών. (Α) Κοκκιώματα στο τοίχωμα του οισοφάγου (βέλη) και (Β) στην περιοχή της θωρακικής εισόδου (η άκρη της λαβίδας βρίσκεται μεταξύ των κοκκιωμάτων (αριστερά) και θυρεοειδούς αδένα (δεξιά) και (C) στην εσωτερική επιφάνεια του στέρνου (βέλος).

Οι αλλοιώσεις της διάχυτης σπλαχνικής κοκκιδίωσης μπορούν επίσης να περιλαμβάνουν άσπρα στίγματα όπως φαίνεται εδώ, (Α) στην επιφάνεια του καρδιακού μυός και (Β) στο ήπαρ (βέλη).
Το είδος Isospora canaria είναι κοινό στα καναρίνια. Μετά από εξέταση περισσοτέρων από 50 ειδών στρουθιόμορφων πτηνών (εκτός από καναρίνια), βρέθηκαν διαφορετικά είδη Isospora.
Τι ακριβώς είναι η κοκκιδίωση και πως προσβάλει τα πτηνά
Κοκκιδίωση είναι η ασθένεια που προκαλούν τα κοκκίδια, παράσιτα μιας σύνθετης και ποικιλόμορφης ομάδας πρωτοζώων (μονοκύτταροι οργανισμοί). Τα κοκκίδια αποτελούνται από πολλά είδη, τα περισσότερα από τα οποία δεν προκαλούν κλινική νόσο.Στα πτηνά, τις περισσότερες μορφές κοκκιδίωσης προκαλεί το παθογόνο κοκκίδιο του γένους Eimeria. Τα κοκκίδια προσβάλλουν συνήθως το γαστρεντερικό σύστημα, αλλά υπάρχουν και κάποια που προσβάλλουν άλλα όργανα, όπως το ήπαρ και τα νεφρά.
Η κλινική ασθένεια που προκαλείται από τα κοκκίδια ονομάζεται κοκκιδίωση, ενώ η παρουσία τους χωρίς ασθένεια ονομάζεται κοκκιδίαση.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, ένα πουλί που έχει μολυνθεί από κοκκίδια αναπτύσσει ανοσία στην ασθένεια και αναρρώνει, εκτός εάν ξαναμολυνθεί. Η εμφάνιση της νόσου εξαρτάται, εν μέρει, από τον αριθμό των κυττάρων του ξενιστή (του πουλιού) που έχουν καταστραφεί από τη αρχική μορφή του παρασίτου. Τα σοβαρά προσβεβλημένα πτηνά μπορεί να πεθάνουν πολύ γρήγορα.
Συχνά, η βλάβη των ιστών του εντέρου του πουλιού οδηγεί στη διακοπή της σίτισης, τη διαταραχή των πεπτικών διαδικασιών ή την αδυναμία απορρόφησης των θρεπτικών ουσιών, την αφυδάτωση, την αναιμία και την αυξημένη ευπάθεια σε άλλους παράγοντες της νόσου.
Στους γερανούς, τα κοκκίδια που υπάρχουν φυσιολογικά στο έντερο μερικές φορές διαχέονται σε όλο το σώμα. Η ασθένεια που προκύπτει, η διάχυτη σπλαχνική κοκκιδίωση των γερανών (DVC), χαρακτηρίζεται από οζίδια, ή κοκκιώματα, στην επιφάνεια των οργάνων και των ιστών που εμφανίζονται στα αναπτυξιακά στάδια του παρασίτου.
Τα κοκκίδια είναι παράσιτα κυρίως των οικόσιτων ζώων, αλλά, επειδή κάθε είδος κοκκιδίου προτιμά να παρασιτεί συγκεκριμένα είδη πουλιών και λόγω της αυτοπεριοριζόμενης φύσης των περισσότερων λοιμώξεων, η κοκκιδίωση σε ελεύθερα πουλιά, δεν δημιουργεί μεγάλη ανησυχία.
Ωστόσο, η μείωση της τροφής που γίνεται αιτία συγκέντρωσης των πληθυσμών των πτηνών και ο αυξανόμενος αριθμός των αιχμαλωτισμένων ή εκτρεφόμενων πουλιών που απελευθερώνονται στο φυσικό περιβάλλον, ενισχύει το ενδεχόμενο ανάπτυξης προβλημάτων κοκκιδίωσης.
Κύκλος ζωής των κοκκιδίων
Τα περισσότερα εντερικά κοκκίδια έχουν ένα σύνθετο, αλλά τέλειο (ολοκληρωμένο) κύκλο ζωής, όπου οι μολυσματικές μορφές του παρασίτου προσβάλουν ένα μόνο ζώο ξενιστή. Ο κύκλος ζωής τους ολοκληρώνεται σε 1 -2 εβδομάδες.
Ένα ώριμο θηλυκό παράσιτο στο έντερο ενός μολυσμένου πουλιού ξενιστή, παράγει μη μολυσματικά, γονιμοποιημένα αυγά ή ωοκύστες, τα οποία περνούν στο περιβάλλον μέσω των περιττωμάτων του πουλιού ξενιστή.
Οι ωοκύστες σύντομα γίνονται μολυσματικές ενώ βρίσκονται στο περιβάλλον.
Ένα πουλί καταπίνει τις ωοκύστες με την τροφή ή το νερό και οι μολυσματικές ωοκύστες εισβάλλουν στο έντερο του πουλιού. Μέσα στο έντερο, οι ωοκύστεις μπορεί να περάσουν σε διάφορα στάδια ανάπτυξης ή και όχι, ανάλογα με το είδος του παρασίτου, πριν γίνουν σεξουαλικά ώριμα αρσενικά και θηλυκά παράσιτα.
Το παρακάτω σχήμα απεικονίζει τον πολύπλοκο κύκλο ζωής των κοκκιδίων Eimeria και τον εκθετικό ρυθμό μόλυνσης και καταστροφής των εντερικών επιθηλιακών κυττάρων, τα οποία είναι τα κύτταρα που παρέχουν προστασία στο εντερικό τοίχωμα.

Τα ώριμα θηλυκά παράσιτα απελευθερώνουν μη μολυσματικές ωοκύστες στο περιβάλλον, και ως εκ τούτου, ο κύκλος αρχίζει εκ νέου.
Είδη που προσβάλλονται από την ασθένεια
Πολλά είδη ζώων, συμπεριλαμβανομένων πολλών πτηνών, μπορούν να "φιλοξενούν" κοκκίδια. Αν και η ασθένεια δεν είναι κοινή σε ελεύθερα άγρια πτηνά, έχουν αναφερθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες αρκετές περιπτώσεις κοκκιδίωσης σε γκριζόπαπιες, που οφείλονταν στο είδος Ε aythyae.Τα είδη των κοκκιδίων που προσβάλλουν τις σπίζες ανήκουν στο γένος Isospora με τα είδη I. canaria (κοκκιδίωση) και I. serini (ατοξοπλάσμωση) να προσβάλλει κυρίως τα καναρίνια, ενώ το είδος I. lacazei τις καρδερίνες [3].

Διασπορά της ασθένειας
Τα πουλιά μπορούν να προσβληθούν από κοκκιδίωση ανά πάσα στιγμή. Αν και λίγα είναι γνωστά για τις συνθήκες που μπορούν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη της κλινικής νόσου σε άγρια πουλιά, αυτά νοσούν σηνήθως κατά τη διάρκεια περιόδων στρες. Οι περισσότερες επιζωοτίες εντερικής κοκκιδίωσης στα υδρόβια πτηνά, έχουν ξεσπάσει στις αρχές της άνοιξης, κατά τη διάρκεια μιας αγχωτικής περιόδου, της ανοιξιάτικης μετανάστευσης.Κλινικά συμπτώματα
Σε ελεύθερα άγρια πτηνά δεν έχουν αναφερθεί κλινικά συμπτώματα της κοκκιδίωσης. Τα κλινικά συμπτώματα που αφορούν στα πουλιά σε αιχμαλωσία περιλαμβάνουν:- Διάρροια με ή χωρίς αίμα ή πρασινωπή.
- Γενική εξασθένηση, ατονία, αναιμία.
- Απώλεια βάρους ή και αφυδάτωση που μπορεί να εξελιχθεί ραγδαία οδηγόντας σε απίσχνανση και θάνατο.
- Έχουν αναφερθεί επίσης τρόμος, σπασμοί, και χωλότητα.
Το σημείο προσβολής της κοκκιδίωσης εξαρτάται από το είδος του κοκκιδίου και τη σοβαρότητα της μόλυνσης. Στις γκριζόπαπιες, εμφανίζεται φλεγμονή ή εντερίτιδα συνήθως στο ανώτερο λεπτό έντερο (Εικ. A).
Στις γκριζόπαπιες που επιβιώνουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, σχηματίζονται ξηρές κρούστες στην εσωτερική επιφάνεια του βλεννογόνου του εντερικού σωλήνα. Η σοβαρότητα αυτής της βλάβης μειώνεται από το λεπτό έντερο προς το παχύ έντερο (Εικ. Β).

Οι βλάβες του DVC στους γερανούς αποτελούνται συνήθως από μικρά (λιγότερο από 5 χιλιοστά σε διάμετρο), ανοιχτόχρωμα κοκκιώματα.
Αυτά τα οζίδια βρίσκονται σε οποιαδήποτε επιφάνεια της κοιλότητας του σώματος, αλλά παρατηρούνται συνήθως στο εσωτερικό του οισοφάγου, κοντά στην είσοδο του θώρακα, στην εσωτερική επιφάνεια του στέρνου.
Επίσης, μπορεί να εμφανιστούν ανοιχτόχρωμα επιχρίσματα πάνω και μέσα σε όργανα, όπως η καρδιά και το ήπαρ (Εικ. 26.7A, Β).
Διάγνωση
Όταν υπάρχει μεγάλος αριθμός ωοκυστών στα περιττώματα ζώντων πτηνών, ταυτόχρονα με διάρροια και απίσχνανση, τότε είναι πολύ πιθανόν η αιτία της ασθένειας να είναι η κοκκιδίωση. Ωστόσο, η διάγνωση της κοκκιδίωσης ως αιτία του θανάτου απαιτεί νεκροψία σε συνδυασμό με ταυτοποίηση του παθογόνου κοκκιδίου.Η μικροσκοπική εξέταση των περιττωμάτων δεν αρκεί για τη διάγνωση της κοκκιδίωσης επειδή η ασθένεια μπορεί να αναπτυχθεί πριν υπάρξει μεγάλος αριθμός ωοκυστών στα περιττώματα και επειδή οι ωοκύστες στα περιττώματα μπορεί να μην ανήκουν σε παθογόνα είδη κοκκιδίων.
Έλεγχος μετάδοσης
Ο αριθμός των ωοκυστών στο περιβάλλον μπορεί να αυξηθεί σύντομα εάν υπάρχει συνωστισμός πτηνών στο χώρο για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα.Ο κίνδυνος εκδήλωσης της ασθένειας αυξάνεται σημαντικά όταν οι συνθήκες αυτές οδηγούν σε διασπορά των ωοκυστών στην τροφή και το πόσιμο νερό. Σε πτηνά που διατηρούνται σε αιχμαλωσία, η σωστή καθαριότητα συμπεριλαμβανομένης της συνεχούς απομάκρυνσης της τροφής και των περιττώματατων, μπορεί να ελαχιστοποιήσει το ενδεχόμενο εκδήλωσης της κοκκιδίωσης.
Η κοκκιδίωση των πτηνών σε αιχμαλωσία μπορεί να αντιμετωπιστεί με φάρμακα που ελέγχουν, αλλά δεν εξαλείφουν, το μόλυνση. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο διασποράς ωοκυστών από τα πουλιά αυτά και μετά τη θεραπεία, εάν πρόκειται να αναμειχθούν με άλλα πουλιά.
Επομένως, ο στόχος δεν είναι να εξαλειφθεί εντελώς η μόλυνση που προκαλείται από κοκκίδια, αλλά να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης για την αποφυγή λοιμώξεων βαριάς μορφής και η διατήρηση χαμηλού αριθμού κοκκιδίων στο περιβάλλον.
Μετάδοση στον άνθρωπο
Δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος. Τα κοκκίδια των πτηνών δεν προσβάλλουν τον άνθρωπο.
Μακροσκοπικές βλάβες διάχυτης σπλαχνικής κοκκιδίωσης των γερανών. (Α) Κοκκιώματα στο τοίχωμα του οισοφάγου (βέλη) και (Β) στην περιοχή της θωρακικής εισόδου (η άκρη της λαβίδας βρίσκεται μεταξύ των κοκκιωμάτων (αριστερά) και θυρεοειδούς αδένα (δεξιά) και (C) στην εσωτερική επιφάνεια του στέρνου (βέλος).

Οι αλλοιώσεις της διάχυτης σπλαχνικής κοκκιδίωσης μπορούν επίσης να περιλαμβάνουν άσπρα στίγματα όπως φαίνεται εδώ, (Α) στην επιφάνεια του καρδιακού μυός και (Β) στο ήπαρ (βέλη).
Isospora spp
2. Ο κύκλος ζωής των κοκκιδίων Isospora ολοκληρώνεται μόνο στην εντερική οδό σε αντίθεση με άλλα είδη όπως τα Eimeriidae.Το είδος Isospora canaria είναι κοινό στα καναρίνια. Μετά από εξέταση περισσοτέρων από 50 ειδών στρουθιόμορφων πτηνών (εκτός από καναρίνια), βρέθηκαν διαφορετικά είδη Isospora.