Yiannis Ζavitsanakis
PB New Member
Υγεία σε όλους τους φίλους και σε όλες τις φίλες.
Γράφτηκα στο Petbirds. Kαι έλαβα ένα μήνυμα υποδοχής από το Σταύρο που με παρότρυνε να συστηθώ και να αναφερθώ στη σχέση μου με τα πουλιά. Τόσο ευγενικά, που δεν θα μπορούσα να μην το κάνω.
Κατ’ αρχάς... Να επισημάνω πως δεν έχω την ευθύνη κάποιου πτηνού συντροφίας – ή άλλου. Αυτό υποθέτω δημιουργεί λογικό κενό στην ερμηνεία της παρουσίας μου στον διαδικτυακό αυτό τόπο.
Οπότε, μάλλον σκόπιμο είναι να εξηγήσω την αφορμή της.
Μια εποχική ίωση, μου έδωσε την πολυτέλεια λίγου ελεύθερου χρόνου. Που μέρος του, το αξιοποίησα σε διαδικτυακές αναζητήσεις. Μια από αυτές, αφορούσε ένα θέμα που με έχει επανειλημμένα απασχολήσει και που αφορά στην ορθότητα ή όχι δημιουργίας σχέσης ιδιαίτερης οικειότητας ανάμεσα σε άγρια ζώα και στον άνθρωπο. Ορθότητα, αναφορικά με τους κινδύνους που εγκυμονεί για τα ζώα, φυσικά. Εννοώντας τους κινδύνους που μπορεί να τα εκθέσει, ακόμα και ακούσια.
Πιο πολύ, με έχει απασχολήσει η σκέψη της ανάπτυξης μιας τέτοιας οικειότητας, ανάμεσα σε ανθρώπους και άγρια πτηνά. Υποθέτω, η συγκεκριμενοποίηση αυτή γύρω από τα πτηνά στις εικόνες που δημιουργώ με τη φαντασία μου, έχει γίνει για διάφορους λόγους.
Προφανώς, επειδή τα πτηνά μου ασκούν μια δύσκολα ελέγξιμη από εμένα γοητεία.
Επειδή, τα θαυμάζω και τα σέβομαι.
Επειδή τα … ζηλεύω – άπειρες φορές έχω ονειρευτεί πως ξεφεύγω από τη βαρύτητα, απελευθερώνομαι από τη θλιβερή υποχρέωσή μας να σέρνομαι πάνω στη γη μας και πετάω. Και είναι τόσο πραγματικό ως όνειρο, που τις πρώτες στιγμές μετά την επιστροφή στην εγρήγορση, είμαι ακόμα βέβαιος πως έχει πραγματικά συμβεί και πως διατηρώ ακόμα τη δυνατότητα να το επαναλάβω.
Ακόμα…μοιάζει πιο ρεαλιστική η ιδέα της ανάπτυξης τέτοιας οικειότητας με ένα άγριο πτηνό - με ορισμένα από αυτά τουλάχιστον, από ό,τι με ένα άγριο ζώο. Μερικά από αυτά, είναι δεδομένο από παραδείγματα είτε επιτυχούς εκπαίδευσής τους είτε επαφής τους με ανθρώπους λόγω τυχαίων συνθηκών, πως πραγματικά μπορούν να αποκτήσουν πολύ σημαντική εξοικείωση με αυτούς, όπως γεράκια κλπ.
Είναι λιγότερο επικίνδυνα.
Είναι λιγότερο απαιτητικά σε ποσότητες τροφής και σε ζωτικό χώρο, οπότε μπορούν να παραμείνουν σε τέτοια ακτίνα γύρω από ένα πρόσωπο, που να μην χαθεί οριστικά η επαφή τους με αυτό. Για τους ίδιους λόγους, είναι πιο εφικτό να τους εξασφαλίσει και ο ίδιος ο άνθρωπος, είτε άμεσα την τροφή, είτε τη δυνατότητα εξεύρεσής της από τα ίδια σε ένα χώρο διαβίωσής τους που ανήκει σε αυτόν – και στον οποίο θα παραμένουν με την ελεύθερη βούλησή τους, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναφέρομαι σε φυλάκιση.
Επίσης, πιο συχνά βρίσκονται στο δρόμο μας, αβοήθητα, αδύναμα πτηνά, που επαφίεται σε εμάς να στηρίξουμε την επιβίωσή τους και να επιλέξουμε το είδος σχέσης που θα αναπτύξουμε με αυτά.
Αναζητώντας διαδικτυακά σκέψεις πάνω στο θέμα αυτό, λοιπόν, πάνω στην ελεύθερα συναποφασισμένη συμβίωση ανθρώπων και άγριων πτηνών δηλαδή, έφτασα σε κάποιες συζητήσεις σχετικές με τη δυνατότητα να εφαρμοστεί το μοντέλο αυτό συνύπαρξης όσον αφορά στα υπέροχα πτηνά κοράκια, οι οποίες έχουν γίνει στο site σας.
Έτσι σας εντόπισα και γι΄αυτό το λόγο βρέθηκα να γράφω τώρα αυτές τις γραμμές.
Ο τρόπος που έχω δομήσει τη ζωή μου, τη συνδέει αναπόσπαστα με τη φύση, ακόμα και με τις πιο παρθένες και άγριες εκδοχές της, στο βαθμό που ακόμα υπάρχουν βέβαια τέτοιες στη χώρα μας. Ασχολούμαι επί δεκαετίες με την ορειβασία, την αναρρίχηση, τον off road μοτοσυκλετισμό και, κυρίως, με την Ερευνητική Σπηλαιολογία – συνδέεται με το γεγονός πως συμβαίνει να είμαι και αρχαιολόγος. Επίσης, έχω φροντίσει να διαθέτω ένα προσωπικό καταφύγιο σε ορεινή-δασώδη περιοχή.
Κάποια επαφή μου με άγρια πτηνά, λοιπόν, είναι αναπόφευκτη. Μερικά, βρέθηκαν στο δρόμο μου αβοήθητα. Είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω τραυματισμών. Πάντα, φυσικά, έπραξα το αυτονόητο. Φρόντισα να λειτουργήσω απλά ως μεσολαβητής, ανάμεσα σε αυτά και σε ειδικούς που εγγυημένα μπορούσαν να τα βοηθήσουν.
Πάντα, πέρασε από το νου μου η σκέψη: Και αν…..;
"Όχι ως πιθανότητα να την πραγματοποιήσω, αλλά ως φανταστικό σενάριο του οποίου προσπάθησα να φανταστώ τη συνέχεια και την κατάληξη.
Δεν ζω σε μεγαλούπολη. Και, εδώ που βρίσκομαι, διαθέτω χώρους αρκετών περιφραγμένων στρεμμάτων, σε διαφορετικού τύπου πεδία και σε διαφορετικά υψόμετρα, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν χώρους διαβίωσης τέτοιων πτηνών – ανάλογα με το είδος τους, για όσο τα ίδια θα το ήθελαν.
Αλλά. Αφήνοντας κατά μέρος το πρωταρχικό ρεαλιστικό πρόβλημα, σε περίπτωση εφαρμογής του σεναρίου. Δηλαδή, την ακαταλληλότητά μου, λόγω έλλειψης γνώσεων και εμπειρίας, να προσφέρω σε αυτά τα πλάσματα τις υπηρεσίες που θα τα βοηθούσαν να ξεπεράσουν τα αίτια της αδυναμίας που ως αιτία τα έφερε στο δρόμο μου.
Αμέσως, θα προέκυπτε το δεύτερο και σχετιζόμενο με αυτό πρόβλημα. Πόσα λάθη θα είχε η συμπεριφορά μου απέναντί τους, σε όλα τα επίπεδα, πάλι λόγω έλλειψης γνώσεων και εμπειρίας, όταν πλέον αυτά θα είχαν αποκατασταθεί και «πατήσει στα πόδια τους» - ή, επί του προκειμένου «ισορροπήσει στα φτερά τους»!
Αλλά, ας πούμε, πως κατάφερνα να μελετήσω τόσο, που θα ξεπερνούσα κι αυτό τον κίνδυνο.
Τι θα με διαβεβαίωνε πως, η οικειότητα που θα ανέπτυσσαν μαζί μου -και που η αγάπη μου γι’ αυτά θα με οδηγούσε να μην προδώσω ποτέ την εμπιστοσύνη τους, δεν θα τα οδηγούσε να εμπιστευθούν και κάποιο άλλο πλάσμα ίδιους είδους με εμένα, έναν άλλο άνθρωπο, που στα μάτια τους θα παρουσίαζε ομοιότητα, το οποίο πλάσμα όμως θα μπορούσε να έχει εντελώς διαφορετικά κίνητρα και διαθέσεις απέναντί τους ή, ακόμα, μην έχοντας την απαραίτητη γνώση, θα μπορούσε να τα βλάψει άθελα του;
Τέλος. Αφού θα αποκτούσαν αίσθημα ασφάλειας μέσα σε ένα ιδιόκτητο χώρο μου μη προσβάσιμο σε άλλα πρόσωπα – άρα εκεί ίσως θα απέβαλαν κάποιες από τις έμφυτες συμπεριφορές τους αυτοπροστασίας, ταυτόχρονα δε η παρουσία τους εκεί θα ήταν συνεχής – άρα η συμπεριφορά τους προβλέψιμη από τρίτους,
με ποιο τρόπο θα μπορούσα να τα προστατεύσω από κάποιον κακοήθη, που τα σκάγια του όπλου του θα μπορούσαν να φτάσουν εκεί που μια περίφραξη δεν θα επέτρεπε στον ίδιο;
Επομένως, κατά την άποψή μου, ένα τέτοιο φανταστικό σενάριο συμβίωσης με άγρια πτηνά, είναι πολύ καλύτερο να παραμένει αυτό που είναι: ένα γοητευτικό όνειρο, επιστροφής σε μια προπτωτική κατάσταση συμφιλιωμένης συμβίωσης με όλη την Πλάση…
'Άλλωστε, τόσο πτηνά όσο και άλλα είδη, σε στιγμές που δεν περνούσε από το μυαλό μου πως θα μπορούσε να συμβεί, μου χάρισαν τέτοιες απίστευτες εμπειρίες και συναισθήματα με την εμπιστοσύνη τους που μου προσέφεραν απλόχερα, χωρίς ούτε καν να βρίσκονται σε κατάσταση αδυναμίας - αλλά από καθαρή επιλογή τους...ώστε έχω καταλήξει στο βέβαιο συμπέρασμα πως, κάποια πράγματα στη ζωή, είναι καλύτερο να τα αφήνουμε να έρχονται μόνα τους, χωρίς να τα προκαλούμε ή να τα προγραμματίζουμε. Απλά, ετοιμάζοντας τον εαυτό μας, για να μπορεί να ανταποκριθεί στις στιγμές εκείνες και να βιώσει την ευλογία που του προσφέρεται, χωρίς να δειχτεί ανίκανος, ή αχάριστος...
Εξάλλου…παλαιό και αδυσώπητο το ερώτημα: καλύτερα να μην ζει ποτέ ο άνθρωπος μια ευτυχία, ή να την βιώνει και, αναπόφευκτα, να υφίσταται και τον αναπόφευκτο πόνο του τέλους της;
Ανάλογα με την ψυχοσύνθεση, τα βιώματα και τις εμπειρίες του, κάθε άνθρωπος επιλέγει την απάντηση – συχνά, ο ίδιος άνθρωπος στην πορεία της ζωής του αλλάζει γνώμη…είπαμε, παιδιά των εμπειριών μας είμαστε.
Η δική μου επιλογή, κλίνει προς την πρώτη εκδοχή.
Είχα κάποτε ένα καναρινάκι. Πανέμορφο. Γλυκύτατο. Ζωηρό και χαρούμενο. Ποτέ δεν κελάηδησε πολύ όμορφα – «τεχνικά» αξιολογώντας το κελάηδημά του. Στα αυτιά μου, ήταν καλύτερο και από του αηδονιού – και έχω την ευκαιρία πολύ συχνά να ακούω κελάηδημα αηδονιών νύχτες Άνοιξης, καθώς ψιθυρίζουν στο ταίρι τους, κρυμμένα στις φωλιές τους τις κρεμασμένες στα κλαδιά δέντρων, πάνω από τα νερά ρυακιών και ρεμάτων, που το κελάρισμά τους εμπνέει και συνοδεύει τη φωνή τους.
Εξάλλου, ποτέ σε αυτή τη ζωή δεν υπήρξα φίλος και θαυμαστής των «πετυχημένων» και των «τέλειων».
"Όμως. Το καναρινάκι μου, το είχα σε άλλες εποχές. Και σε άλλο τόπο.
Το είχα στην Αθήνα. Στο κέντρο, κάπου κοντά στη Βικτώρια. Σε ένα μπαλκονάκι έκτου ορόφου, που με γλάστρες και ζαρντινιέρες προσπάθησα να το κάνω όσο μπορούσα πιο φιλικό σπίτι γι΄αυτό. Δεν τα κατάφερα. Γιατί, ειδικά στα χρόνια εκείνα, πριν κάμποσες δεκαετίες, η περιοχή εκείνη ήταν θάλαμος αερίων. Ξυπνούσαμε το πρωί και η δύναμη των ματιών δεν ήταν αρκετή για να τα ανοίξει – με τα χέρια μας προσπαθούσαμε να το καταφέρουμε, από τα στεγνωμένα δάκρυα που όλη τη νύχτα προκαλούσε το νέφος, που ποτέ δεν μας εγκατέλειπε. Ζούσαμε συνεχώς με συμπτώματα δηλητηρίασης, στο αναπνευστικό και στο πεπτικό. Ακόμα, κλιματισμό τα σπίτια δεν είχανε. Όταν οι συνθήκες ζέστης και μόλυνσης γίνονταν αφόρητες, τρυπώναμε σε πολυκαταστήματα σαν το ΜΙΝΙΟΝ και τον Λαμπρόπουλο, για να μας δροσίσει ο κλιματισμός τους. Καθώς, τα σπίτια, άρχισαν να αποκτούν κλιματισμό μετά από εκείνο το τραγικό καλοκαίρι του ’87, που πέθαινε ο κόσμος και δεν προλάβαιναν να γίνουν τόσες ταφές, ώστε τοποθετούσαν τις σορούς σε τραίνα-ψυγεία, για να αποφύγουν την αποσύνθεση. Όποιοι έζησαν εκείνες τις μέρες, σίγουρα τις θυμούνται ακόμα – και ποτέ δεν θα τις ξεχάσουν.
Σε μια τέτοια συγκυρία, λοιπόν, το μικρό μου καναρινάκι αρρώστησε. Ήταν όλη τη μέρα μια μπαλίτσα. ‘Άρχισε να χάνει τα φτερά του. Έπαψε να κελαηδάει.
Ρώτησα όλα τα καταστήματα μικρών ζώων που εύρισκα στο δρόμο μου. Μου έδωσαν διάφορα. Φάρμακα, βιταμίνες. Για μήνες, προσπάθησα τα πάντα. Ό,τι μου είπανε και ό,τι μου προτείνανε.
Μάταια.
"Ένα βράδυ, το έβλεπα, πως δεν ήταν καλά. Αντί να κοιμάται, φτερούγιζε στο κλουβί του. Το έβγαλα έξω – το έκανα συχνά άλλωστε.
Καθίσαμε παρέα στο γυμνό πάτωμα.
Προσπαθούσε να φτερουγίσει δίπλα μου, γύρω μου.
Άπλωσα το δάχτυλό μου και γραπώθηκε από αυτό.
Και εκεί… και έτσι…τελείωσε.
Και ένοιωσα, πριν τόσα χρόνια, όπως αισθάνομαι και τώρα, που γράφω αυτές τις λέξεις. Και είπα, πως δεν θέλω να ξαναδεθώ με κανένα πλάσμα, για να μην το νοιώσω αυτό ποτέ ξανά. Και για να μην ξαναγίνω αφορμή να ξανασυμβεί – γιατί για μένα, εξαιτίας μου έζησε εκεί που ζούσα και έχασε πρόωρα τη ζωή του.
Γιατί, αν είχαμε έναν αγαπημένο φίλο σε έναν άλλο κόσμο, σε έναν άλλο πλανήτη…και ξέραμε πως εκεί ζει χαρούμενος, χωρίς να γνωρίζει τον πόνο, τη θλίψη, την αρρώστια, το θάνατο…αλλά μας έλειπε αφόρητα……θα τον φέρναμε άραγε κοντά μας, για να ικανοποιήσουμε την ανάγκη μας αλλά να τον κάνουμε έτσι μέτοχο της δυστυχίας μας;
Αυτό το ερώτημα, για να πω την αλήθεια, με απασχολεί και για εκείνους που φέρνουμε αυτή τη ζωή από την ανυπαρξία, με δική μας επιλογή, με δική μας ευθύνη.
Μιας και βρέθηκα στην παρέα σας, έγραψα μερικές σκέψεις.
Πολλές; Για το «χαρτί», ίσως. Για την ψυχή και το μυαλό…όσες χωράνε σε μια μονάχα στιγμή.
Αν πρέπει, για οποιονδήποτε λόγο, για το μέγεθός του ή για το περιεχόμενό του, οι φίλοι διαχειριστές ας σβήσουν αυτό το μήνυμα. Αλλιώς, ας μείνει. Ένα ίχνος που χαράχτηκε, καθώς διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας μια βραδιά λίγο παράξενη…, φίλοι αυτού του διαδικτυακού τόπου.
Να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τα πλασματάκια που διαλέξατε για συντρόφους σας – όσα πόδια, φτερά ή πτερύγια κι αν έχουν.
Ίσως κάποτε τα ξαναπούμε.
Γράφτηκα στο Petbirds. Kαι έλαβα ένα μήνυμα υποδοχής από το Σταύρο που με παρότρυνε να συστηθώ και να αναφερθώ στη σχέση μου με τα πουλιά. Τόσο ευγενικά, που δεν θα μπορούσα να μην το κάνω.
Κατ’ αρχάς... Να επισημάνω πως δεν έχω την ευθύνη κάποιου πτηνού συντροφίας – ή άλλου. Αυτό υποθέτω δημιουργεί λογικό κενό στην ερμηνεία της παρουσίας μου στον διαδικτυακό αυτό τόπο.
Οπότε, μάλλον σκόπιμο είναι να εξηγήσω την αφορμή της.
Μια εποχική ίωση, μου έδωσε την πολυτέλεια λίγου ελεύθερου χρόνου. Που μέρος του, το αξιοποίησα σε διαδικτυακές αναζητήσεις. Μια από αυτές, αφορούσε ένα θέμα που με έχει επανειλημμένα απασχολήσει και που αφορά στην ορθότητα ή όχι δημιουργίας σχέσης ιδιαίτερης οικειότητας ανάμεσα σε άγρια ζώα και στον άνθρωπο. Ορθότητα, αναφορικά με τους κινδύνους που εγκυμονεί για τα ζώα, φυσικά. Εννοώντας τους κινδύνους που μπορεί να τα εκθέσει, ακόμα και ακούσια.
Πιο πολύ, με έχει απασχολήσει η σκέψη της ανάπτυξης μιας τέτοιας οικειότητας, ανάμεσα σε ανθρώπους και άγρια πτηνά. Υποθέτω, η συγκεκριμενοποίηση αυτή γύρω από τα πτηνά στις εικόνες που δημιουργώ με τη φαντασία μου, έχει γίνει για διάφορους λόγους.
Προφανώς, επειδή τα πτηνά μου ασκούν μια δύσκολα ελέγξιμη από εμένα γοητεία.
Επειδή, τα θαυμάζω και τα σέβομαι.
Επειδή τα … ζηλεύω – άπειρες φορές έχω ονειρευτεί πως ξεφεύγω από τη βαρύτητα, απελευθερώνομαι από τη θλιβερή υποχρέωσή μας να σέρνομαι πάνω στη γη μας και πετάω. Και είναι τόσο πραγματικό ως όνειρο, που τις πρώτες στιγμές μετά την επιστροφή στην εγρήγορση, είμαι ακόμα βέβαιος πως έχει πραγματικά συμβεί και πως διατηρώ ακόμα τη δυνατότητα να το επαναλάβω.
Ακόμα…μοιάζει πιο ρεαλιστική η ιδέα της ανάπτυξης τέτοιας οικειότητας με ένα άγριο πτηνό - με ορισμένα από αυτά τουλάχιστον, από ό,τι με ένα άγριο ζώο. Μερικά από αυτά, είναι δεδομένο από παραδείγματα είτε επιτυχούς εκπαίδευσής τους είτε επαφής τους με ανθρώπους λόγω τυχαίων συνθηκών, πως πραγματικά μπορούν να αποκτήσουν πολύ σημαντική εξοικείωση με αυτούς, όπως γεράκια κλπ.
Είναι λιγότερο επικίνδυνα.
Είναι λιγότερο απαιτητικά σε ποσότητες τροφής και σε ζωτικό χώρο, οπότε μπορούν να παραμείνουν σε τέτοια ακτίνα γύρω από ένα πρόσωπο, που να μην χαθεί οριστικά η επαφή τους με αυτό. Για τους ίδιους λόγους, είναι πιο εφικτό να τους εξασφαλίσει και ο ίδιος ο άνθρωπος, είτε άμεσα την τροφή, είτε τη δυνατότητα εξεύρεσής της από τα ίδια σε ένα χώρο διαβίωσής τους που ανήκει σε αυτόν – και στον οποίο θα παραμένουν με την ελεύθερη βούλησή τους, αφού σε καμία περίπτωση δεν αναφέρομαι σε φυλάκιση.
Επίσης, πιο συχνά βρίσκονται στο δρόμο μας, αβοήθητα, αδύναμα πτηνά, που επαφίεται σε εμάς να στηρίξουμε την επιβίωσή τους και να επιλέξουμε το είδος σχέσης που θα αναπτύξουμε με αυτά.
Αναζητώντας διαδικτυακά σκέψεις πάνω στο θέμα αυτό, λοιπόν, πάνω στην ελεύθερα συναποφασισμένη συμβίωση ανθρώπων και άγριων πτηνών δηλαδή, έφτασα σε κάποιες συζητήσεις σχετικές με τη δυνατότητα να εφαρμοστεί το μοντέλο αυτό συνύπαρξης όσον αφορά στα υπέροχα πτηνά κοράκια, οι οποίες έχουν γίνει στο site σας.
Έτσι σας εντόπισα και γι΄αυτό το λόγο βρέθηκα να γράφω τώρα αυτές τις γραμμές.
Ο τρόπος που έχω δομήσει τη ζωή μου, τη συνδέει αναπόσπαστα με τη φύση, ακόμα και με τις πιο παρθένες και άγριες εκδοχές της, στο βαθμό που ακόμα υπάρχουν βέβαια τέτοιες στη χώρα μας. Ασχολούμαι επί δεκαετίες με την ορειβασία, την αναρρίχηση, τον off road μοτοσυκλετισμό και, κυρίως, με την Ερευνητική Σπηλαιολογία – συνδέεται με το γεγονός πως συμβαίνει να είμαι και αρχαιολόγος. Επίσης, έχω φροντίσει να διαθέτω ένα προσωπικό καταφύγιο σε ορεινή-δασώδη περιοχή.
Κάποια επαφή μου με άγρια πτηνά, λοιπόν, είναι αναπόφευκτη. Μερικά, βρέθηκαν στο δρόμο μου αβοήθητα. Είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω τραυματισμών. Πάντα, φυσικά, έπραξα το αυτονόητο. Φρόντισα να λειτουργήσω απλά ως μεσολαβητής, ανάμεσα σε αυτά και σε ειδικούς που εγγυημένα μπορούσαν να τα βοηθήσουν.
Πάντα, πέρασε από το νου μου η σκέψη: Και αν…..;
"Όχι ως πιθανότητα να την πραγματοποιήσω, αλλά ως φανταστικό σενάριο του οποίου προσπάθησα να φανταστώ τη συνέχεια και την κατάληξη.
Δεν ζω σε μεγαλούπολη. Και, εδώ που βρίσκομαι, διαθέτω χώρους αρκετών περιφραγμένων στρεμμάτων, σε διαφορετικού τύπου πεδία και σε διαφορετικά υψόμετρα, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν χώρους διαβίωσης τέτοιων πτηνών – ανάλογα με το είδος τους, για όσο τα ίδια θα το ήθελαν.
Αλλά. Αφήνοντας κατά μέρος το πρωταρχικό ρεαλιστικό πρόβλημα, σε περίπτωση εφαρμογής του σεναρίου. Δηλαδή, την ακαταλληλότητά μου, λόγω έλλειψης γνώσεων και εμπειρίας, να προσφέρω σε αυτά τα πλάσματα τις υπηρεσίες που θα τα βοηθούσαν να ξεπεράσουν τα αίτια της αδυναμίας που ως αιτία τα έφερε στο δρόμο μου.
Αμέσως, θα προέκυπτε το δεύτερο και σχετιζόμενο με αυτό πρόβλημα. Πόσα λάθη θα είχε η συμπεριφορά μου απέναντί τους, σε όλα τα επίπεδα, πάλι λόγω έλλειψης γνώσεων και εμπειρίας, όταν πλέον αυτά θα είχαν αποκατασταθεί και «πατήσει στα πόδια τους» - ή, επί του προκειμένου «ισορροπήσει στα φτερά τους»!
Αλλά, ας πούμε, πως κατάφερνα να μελετήσω τόσο, που θα ξεπερνούσα κι αυτό τον κίνδυνο.
Τι θα με διαβεβαίωνε πως, η οικειότητα που θα ανέπτυσσαν μαζί μου -και που η αγάπη μου γι’ αυτά θα με οδηγούσε να μην προδώσω ποτέ την εμπιστοσύνη τους, δεν θα τα οδηγούσε να εμπιστευθούν και κάποιο άλλο πλάσμα ίδιους είδους με εμένα, έναν άλλο άνθρωπο, που στα μάτια τους θα παρουσίαζε ομοιότητα, το οποίο πλάσμα όμως θα μπορούσε να έχει εντελώς διαφορετικά κίνητρα και διαθέσεις απέναντί τους ή, ακόμα, μην έχοντας την απαραίτητη γνώση, θα μπορούσε να τα βλάψει άθελα του;
Τέλος. Αφού θα αποκτούσαν αίσθημα ασφάλειας μέσα σε ένα ιδιόκτητο χώρο μου μη προσβάσιμο σε άλλα πρόσωπα – άρα εκεί ίσως θα απέβαλαν κάποιες από τις έμφυτες συμπεριφορές τους αυτοπροστασίας, ταυτόχρονα δε η παρουσία τους εκεί θα ήταν συνεχής – άρα η συμπεριφορά τους προβλέψιμη από τρίτους,
με ποιο τρόπο θα μπορούσα να τα προστατεύσω από κάποιον κακοήθη, που τα σκάγια του όπλου του θα μπορούσαν να φτάσουν εκεί που μια περίφραξη δεν θα επέτρεπε στον ίδιο;
Επομένως, κατά την άποψή μου, ένα τέτοιο φανταστικό σενάριο συμβίωσης με άγρια πτηνά, είναι πολύ καλύτερο να παραμένει αυτό που είναι: ένα γοητευτικό όνειρο, επιστροφής σε μια προπτωτική κατάσταση συμφιλιωμένης συμβίωσης με όλη την Πλάση…
'Άλλωστε, τόσο πτηνά όσο και άλλα είδη, σε στιγμές που δεν περνούσε από το μυαλό μου πως θα μπορούσε να συμβεί, μου χάρισαν τέτοιες απίστευτες εμπειρίες και συναισθήματα με την εμπιστοσύνη τους που μου προσέφεραν απλόχερα, χωρίς ούτε καν να βρίσκονται σε κατάσταση αδυναμίας - αλλά από καθαρή επιλογή τους...ώστε έχω καταλήξει στο βέβαιο συμπέρασμα πως, κάποια πράγματα στη ζωή, είναι καλύτερο να τα αφήνουμε να έρχονται μόνα τους, χωρίς να τα προκαλούμε ή να τα προγραμματίζουμε. Απλά, ετοιμάζοντας τον εαυτό μας, για να μπορεί να ανταποκριθεί στις στιγμές εκείνες και να βιώσει την ευλογία που του προσφέρεται, χωρίς να δειχτεί ανίκανος, ή αχάριστος...
Εξάλλου…παλαιό και αδυσώπητο το ερώτημα: καλύτερα να μην ζει ποτέ ο άνθρωπος μια ευτυχία, ή να την βιώνει και, αναπόφευκτα, να υφίσταται και τον αναπόφευκτο πόνο του τέλους της;
Ανάλογα με την ψυχοσύνθεση, τα βιώματα και τις εμπειρίες του, κάθε άνθρωπος επιλέγει την απάντηση – συχνά, ο ίδιος άνθρωπος στην πορεία της ζωής του αλλάζει γνώμη…είπαμε, παιδιά των εμπειριών μας είμαστε.
Η δική μου επιλογή, κλίνει προς την πρώτη εκδοχή.
Είχα κάποτε ένα καναρινάκι. Πανέμορφο. Γλυκύτατο. Ζωηρό και χαρούμενο. Ποτέ δεν κελάηδησε πολύ όμορφα – «τεχνικά» αξιολογώντας το κελάηδημά του. Στα αυτιά μου, ήταν καλύτερο και από του αηδονιού – και έχω την ευκαιρία πολύ συχνά να ακούω κελάηδημα αηδονιών νύχτες Άνοιξης, καθώς ψιθυρίζουν στο ταίρι τους, κρυμμένα στις φωλιές τους τις κρεμασμένες στα κλαδιά δέντρων, πάνω από τα νερά ρυακιών και ρεμάτων, που το κελάρισμά τους εμπνέει και συνοδεύει τη φωνή τους.
Εξάλλου, ποτέ σε αυτή τη ζωή δεν υπήρξα φίλος και θαυμαστής των «πετυχημένων» και των «τέλειων».
"Όμως. Το καναρινάκι μου, το είχα σε άλλες εποχές. Και σε άλλο τόπο.
Το είχα στην Αθήνα. Στο κέντρο, κάπου κοντά στη Βικτώρια. Σε ένα μπαλκονάκι έκτου ορόφου, που με γλάστρες και ζαρντινιέρες προσπάθησα να το κάνω όσο μπορούσα πιο φιλικό σπίτι γι΄αυτό. Δεν τα κατάφερα. Γιατί, ειδικά στα χρόνια εκείνα, πριν κάμποσες δεκαετίες, η περιοχή εκείνη ήταν θάλαμος αερίων. Ξυπνούσαμε το πρωί και η δύναμη των ματιών δεν ήταν αρκετή για να τα ανοίξει – με τα χέρια μας προσπαθούσαμε να το καταφέρουμε, από τα στεγνωμένα δάκρυα που όλη τη νύχτα προκαλούσε το νέφος, που ποτέ δεν μας εγκατέλειπε. Ζούσαμε συνεχώς με συμπτώματα δηλητηρίασης, στο αναπνευστικό και στο πεπτικό. Ακόμα, κλιματισμό τα σπίτια δεν είχανε. Όταν οι συνθήκες ζέστης και μόλυνσης γίνονταν αφόρητες, τρυπώναμε σε πολυκαταστήματα σαν το ΜΙΝΙΟΝ και τον Λαμπρόπουλο, για να μας δροσίσει ο κλιματισμός τους. Καθώς, τα σπίτια, άρχισαν να αποκτούν κλιματισμό μετά από εκείνο το τραγικό καλοκαίρι του ’87, που πέθαινε ο κόσμος και δεν προλάβαιναν να γίνουν τόσες ταφές, ώστε τοποθετούσαν τις σορούς σε τραίνα-ψυγεία, για να αποφύγουν την αποσύνθεση. Όποιοι έζησαν εκείνες τις μέρες, σίγουρα τις θυμούνται ακόμα – και ποτέ δεν θα τις ξεχάσουν.
Σε μια τέτοια συγκυρία, λοιπόν, το μικρό μου καναρινάκι αρρώστησε. Ήταν όλη τη μέρα μια μπαλίτσα. ‘Άρχισε να χάνει τα φτερά του. Έπαψε να κελαηδάει.
Ρώτησα όλα τα καταστήματα μικρών ζώων που εύρισκα στο δρόμο μου. Μου έδωσαν διάφορα. Φάρμακα, βιταμίνες. Για μήνες, προσπάθησα τα πάντα. Ό,τι μου είπανε και ό,τι μου προτείνανε.
Μάταια.
"Ένα βράδυ, το έβλεπα, πως δεν ήταν καλά. Αντί να κοιμάται, φτερούγιζε στο κλουβί του. Το έβγαλα έξω – το έκανα συχνά άλλωστε.
Καθίσαμε παρέα στο γυμνό πάτωμα.
Προσπαθούσε να φτερουγίσει δίπλα μου, γύρω μου.
Άπλωσα το δάχτυλό μου και γραπώθηκε από αυτό.
Και εκεί… και έτσι…τελείωσε.
Και ένοιωσα, πριν τόσα χρόνια, όπως αισθάνομαι και τώρα, που γράφω αυτές τις λέξεις. Και είπα, πως δεν θέλω να ξαναδεθώ με κανένα πλάσμα, για να μην το νοιώσω αυτό ποτέ ξανά. Και για να μην ξαναγίνω αφορμή να ξανασυμβεί – γιατί για μένα, εξαιτίας μου έζησε εκεί που ζούσα και έχασε πρόωρα τη ζωή του.
Γιατί, αν είχαμε έναν αγαπημένο φίλο σε έναν άλλο κόσμο, σε έναν άλλο πλανήτη…και ξέραμε πως εκεί ζει χαρούμενος, χωρίς να γνωρίζει τον πόνο, τη θλίψη, την αρρώστια, το θάνατο…αλλά μας έλειπε αφόρητα……θα τον φέρναμε άραγε κοντά μας, για να ικανοποιήσουμε την ανάγκη μας αλλά να τον κάνουμε έτσι μέτοχο της δυστυχίας μας;
Αυτό το ερώτημα, για να πω την αλήθεια, με απασχολεί και για εκείνους που φέρνουμε αυτή τη ζωή από την ανυπαρξία, με δική μας επιλογή, με δική μας ευθύνη.
Μιας και βρέθηκα στην παρέα σας, έγραψα μερικές σκέψεις.
Πολλές; Για το «χαρτί», ίσως. Για την ψυχή και το μυαλό…όσες χωράνε σε μια μονάχα στιγμή.
Αν πρέπει, για οποιονδήποτε λόγο, για το μέγεθός του ή για το περιεχόμενό του, οι φίλοι διαχειριστές ας σβήσουν αυτό το μήνυμα. Αλλιώς, ας μείνει. Ένα ίχνος που χαράχτηκε, καθώς διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας μια βραδιά λίγο παράξενη…, φίλοι αυτού του διαδικτυακού τόπου.
Να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τα πλασματάκια που διαλέξατε για συντρόφους σας – όσα πόδια, φτερά ή πτερύγια κι αν έχουν.
Ίσως κάποτε τα ξαναπούμε.