Είμαι πολύ ταραγμένη για να γράψω πιο πολλά τώρα.. Ο Τιμολέων άνοιξε την πόρτα του κι έφυγε, την βρήκα ελάχιστα ανοικτή και το πουλί παραπέρα σε μια πέργκολα. Ανεβαίνω στην καρέκλα αλλά δεν έφτανα. Του βάζω το κλουβί και κρύβομαι αλλά δεν ήρθε. Έβαλα κι έναν από τους δικούς μου για σειρήνα αλλά τίποτα.. Τελικά πήγε σε άλλο δεντράκι που έχουμε. Πήγα ν τον βρέξω αλλά μέχρι να γυρίσω το κεφάλι μου είχε φύγει. Εισοποίησα όλα τα γύρω σπίτια και έχω μοιράσει το τηλέφωνό μου.. Υπάρχουν άνθρωποι με πολλά πουλιά και μπορεί να πάει κάπου. Μου έχουν κοπεί τα πόδια, η καρδιά μου πάει να σπάσει απο την ταχυπαλμία. Δύο ώρες τώρα ψάχνω τη γειτονιά με το νυχτικό, αλλά τίποτα. Μέχρι και με τα κυάλια βγήκα στην ταράτσα.. Νιώθω τόσο χάλια.. Ήταν το πουλάκι που μου εμπιστεύτηκε ο κ. Μάκης, το πουλάκι που με τόση χαρά έφερα σπίτι και που αγαπήθηκε αμέσως από τους γονείς μου, παρόλο που μετά τον θάνατο του Βρέφους μου είπαν ότι δεν θέλουν άλλο ζωάκι γιατί υποφέρουν.. Και να γράψω πόσο λυπάμαι, δεν εκφράζει το πόσο άχρηστη και ηλίθια νιώθω..