Για το ρεπερτόριο της καρδερίνας οι εκτροφείς που ασχολούνται με τις φωνές στην χώρα μας, έχουν επικεντρωθεί στα παρακάτω ωδικά πτηνά:
ΑΗΔΟΝΙ (luscinia megarhynchos)
Είναι μεταναστευτικό πτηνό που έρχεται στην χώρα μας αρχές Απριλίου και φεύγει τον Αύγουστο. Θεωρείται ο βασιλιάς των ωδικών πτηνών.
Το παροιμιώδες κελάηδημά του, είτε σόλο είτε σε χορωδίες με άλλα, έχει κάνει το αηδόνι ένα από τα πιο φημισμένα ωδικά πτηνά.
Ο λάρυγγάς του αποτελείται από τέσσερις χορδές (σύριγγες), που του επιτρέπουν να παράγει σε όλη την μουσική κλίμακα, μια ευρεία γκάμα ήχων, από γλυκές και μεταλλικές νότες και φλάουτα, μέχρι ήχους ρινικούς, οξείς, εισπνοής, γρατζουνιστούς κ.λπ. Οι τελευταίοι αποφεύγονται από το ρεπερτόριο της καρδερίνας.
ΤΟΥΡΛΙ (lullula arborea)
Απαντάται στην χώρα μας όλο το χρόνο. Αποτελεί τον μελωδικότερο εκπρόσωπο της οικογένειας των Κορυδαλλών (Alaudidae).
Οι παλιοί εκτροφείς ωδικών πτηνών έλεγαν χαριτολογώντας ότι «ο θεός δημιούργησε το αηδόνι για τους ανθρώπους και το τουρλί για τον εαυτό του»!
Αποδίδει κυρίως ήχους από γλυκές νότες και φλάουτα, χωρίς να λείπουν και οι μεταλλικές νότες και τα καμπανάκια. Το γενικό σύνολο του κελαηδήματος ακούγεται πολύ μελωδικό.
ΠΑΠΑΔΙΤΣΕΣ
Αποτελούν ζωηρά και χαριτωμένα πτηνά της οικογένειας Παρίδαι (Paridae).
Ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος είναι ο καλόγερος (Purus major), συχνός επισκέπτης των πάρκων και των κήπων της χώρας μας.
Οι παπαδίτσες αποδίδουν με το κεφάτο κάλεσμά τους, πολλές παραλλαγές από δισύλλαβες ή τρισύλλαβες μεταλλικές νότες και καμπανάκια (parus major, parus caeruleus), καθώς και γλυκές νότες (parus caeruleus, parus ater).
Λέγεται ότι κάποια παραλλαγή του καλέσματός τους ηχεί σαν απόσπασμα από το «γάμο του φίγκαρο» του Μότσαρτ!
Βέβαια δεν λείπουν και πιο οξείς ήχοι (κινδύνου ή θυμού) οι οποίοι αποφεύγονται από το ρεπερτόριο της καρδερίνας, όπως επίσης και το «πινκ – πινκ» ή «τιν – τιν» που μοιάζει με αυτό του σπίνου (fringilla coelebs).
ΤΣΙΧΛΟΝΙΑ
Ανήκουν στην οικογένεια Εμπεριζίδαι (Εmberizidae).
Αποτελούνται από αρκετά είδη τα οποία, άλλα ενδημούν στην χώρα μας και άλλα την επισκέπτονται το καλοκαίρι και τον χειμώνα.
Το πιο συνηθισμένο είναι το σιρλοτσίχλονο (emberiza cirlus).
Η κύρια φωνή τους είναι μια τρίλια, που αντιγράφετε εύκολα από την καρδερίνα και διαφέρει από είδος σε είδος.
Αποδίδεται με μεταλλική χροιά ή καμπανάκια (emberiza cirlus, emberiza calandra), όπου και προτιμάται για το ρεπερτόριο της καρδερίνας, ενώ αποφεύγονται οι λιγότερο ποιοτικές τρίλιες, που αποδίδονται με ήχο ξεθωριασμένο, σκληρό, οξύ, γραντζουνιστό κ.λπ.
ΤΣΟΠΑΝΑΚΟΣ
Ανήκει στην οικογένεια Σιττίδαι (Sittidae).
Στην χώρα μας απαντώνται δύο κύρια είδη, ο βραχοτσοπανάκος (sitta neumayer) και ο δενδροτσοπανάκος (sitta europea), ενώ ο τουρκοτσοπανάκος (sitta krueperi), κλωσάει μόνο στην Λέσβο. Ο πρώτος προτιμά βραχώδη παραθαλάσσια οικοσυστήματα της κεντρικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου και των νησιών, ενώ ο δεύτερος πιο ορεινές περιοχές της βόρειας Ελλάδας.
Αποτελούν πολύ αγαπητά πουλιά. Αποδίδουν γλυκές και μεταλλικές νότες και φλάουτα, καθώς και πιο σκληρούς ήχους και σφυρίγματα (που θυμίζουν αυτά των τσοπάνηδων), όπου δεν προτιμούνται στο ρεπερτόριο της καρδερίνας.
Μια οποιαδήποτε καρδερίνα της φύσης μπορεί να δώσει το εξής υποθετικό ρεπερτόριο. Ξεκίνημα με πιπικίσματα, συνέχεια με παρλίου και τζία (δηλαδή με φωνές που χαρακτηρίζουν το είδος της) και κατόπιν να τελειώσει την ανάσα της με σπίνο και τουρ (tour) από φανέτο, φλώρο ή καρδερίνα (το τουρ της καρδερίνας που οι εκτροφείς λένε «γρεζάκι», λόγο της ελαφρώς γρατζουνιστής χροιάς του).
Αν αποδώσουμε τις φωνές με γράμματα του αλφαβήτου θα έχουμε κάτι που μοιάζει ως εξής:
τσιπά – τσιπά – παρλίου – παρλίου – τζία - τζία – τιν – τιν – τιν – τιν – τουρρρρρρρ…….
Η αντίστοιχη απόδοση με ποιοτικές φωνές π.χ από αηδόνι και τσιχλόνι θα ήταν η εξής:
τσιπά – τσιπά - παρλίου – παρλίου – ίνσπο - ίνσπο - ίνσπο - κγλικγλιγκλιγκλιγκλιγκλι - τσβα - τσβα – τσβα – τσβα – τσβα.
Βέβαια ο ανθρώπινος λάρυγγας δεν μπορεί να αποδώσει την μεταλλική χροιά της καρδερίνας, αλλά από τα δύο αυτά παραδείγματα νομίζω ότι ο καθένας (ακόμα και εάν δεν έχει ακούσει τις παραπάνω φωνές), μπορεί να καταλάβει την διαφορά της ποιότητας.
Ατελείωτες ώρες ακρόασης φωνών στην φύση, σε διάφορα εκτροφεία, στο κασετόφωνο και το CD, μου έδωσαν να καταλάβω ότι όπως σε μια ορχήστρα η οποιαδήποτε λάθος εκτέλεση και παραφωνία θα γίνει αντιληπτή από τον μαέστρο, έτσι και στα ωδικά πτηνά τα λάθη και η ποιότητα των φωνών θα γίνουν αντιληπτά από το «εξασκημένο» στα ποιοτικά ακούσματα, αυτί του εκτροφέα!
Κατά γενική ομολογία των εκτροφέων καρδερίνας φωνής, οι φωνές (φάλτσα και άσχημοι ήχοι όπως ρινικοί, οξείς, εισπνοής, γρατζουνιστοί κλπ), που μειώνουν την μελωδία του κελαηδήματος στην καρδερίνα, είναι η φωνή κινδύνου, το κάλεσμα του σπίνου (το τιν - τιν και όχι το γαλιάντρισμα), τα διάφορα «τουρ» της καρδερίνας (γρεζάκια) του φλώρου του φανέτου κλ. Π.
Η θέση της «λάθους φωνής» στο ρεπερτόριο (αρχή, μέση ή τέλος), έχει επίσης σημασία. Το «τιν – τιν» του σπίνου π χ (η παπαδίτσα έχει επίσης έναν παρόμοιο ήχο που επίσης πρέπει να αποφεύγεται), όταν περνιέται γρήγορα από την καρδερίνα στο μέσο του ρεπερτορίου και όχι στην αρχή ή στο τέλος, μπορεί να περάσει και «απαρατήρητο» από κάποιον άπειρο στις φωνές εκτροφέα. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν αποτελεί λάθος, αλλά ότι η θέση της φωνής δεν θα επηρεάσει πολύ αρνητικά το γενικό σύνολο του
ρεπερτορίου.
Το ίδιο ισχύει φυσικά με οποιαδήποτε λάθος φωνή. Αντίθετα οι φωνές που ανεβάζουν την ποιότητα του κελαηδήματος (κατά σειρά μιμητικής προτίμησης από την καρδερίνα και όχι ποιότητος) είναι του τσιχλονιού, του αηδονιού, της παπαδίτσας, του τσοπανάκου και του τουρλιού.
Η πλειοψηφία των καρδερίνων πέρα από τις δικές της φωνές (καλές και άσχημες), διαθέτει σπίνο, φλώρο, φανέτο, λίγο τσιχλόνι (συνήθως 1 -2 μεταλλικές τρίλιες) και λίγο αηδόνι (τσίκα – τσίκα, βατ – βατ, τσβά – τσβά κλ. Π.). Σπανιότερα μπορείς να ακούσεις και παπαδίτσα, τσοπανάκο και λίγο τουρλί.
Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, υπάρχουν καρδερίνες που δεν έχουν τις «άσχημες» καρδερινίσιες και ξένες φωνές, όπως το τζία (για ορισμένους), τα γρεζάκια, τον σπίνο κλ. Π. Οι περιπτώσεις αυτές όταν συνδυαστούν με τις ποιοτικές φωνές που αναφέραμε αποτελούν το «όνειρο» κάθε εκτροφέα καρδερίνων φωνής. Λόγο όμως της εξαιρετικής σπανιότητας αυτών των πτηνών στην φύση, πολλοί εκτροφείς προσπαθούν να αναπαράγουν και να εκπαιδεύουν με διάφορους τρόπους, μικρά καρδερίνας γεννημένα στο κλουβί.
Αυτός ο τρόπος είναι σαφώς πιο δύσκολος και τα καρδερινάκια που προκύπτουν δεν μπορούν να ανταγωνιστούν αυτά της φύσης σε ποικιλία φωνών και «νεύρο». Δυστυχώς όμως, αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να έχουμε ποιοτικές καρδερίνες φωνής γεννημένες στο κλουβί.
Το δασκάλεμα με ζωντανά ωδικά πτηνά όπως το αηδόνι, το τουρλί κλπ ή με κασετόφωνο ή CD, δεν έχει αποδειχτεί τόσο αποτελεσματικό όσο με μια καλή σε φωνές καρδερίνα ή καρδερινοκάναρο για δάσκαλο.
Όσον αφορά το χαρακτηριστικό της μεταλλικής – κρυστάλλινης χροιάς της φωνής, που παρουσιάζουν ορισμένες οικόσιτες από τις άγριες καρδερίνες, πρέπει να αναφέρουμε ότι το είδος, το υποείδος, καθώς και ο τόπος καταγωγής τους (γενεαλογικό δέντρο), παίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο. Η στάθμη των ορμονών και η υγεία παίζουν δευτερεύοντα λόγο. Για να υπάρχει λοιπόν αντικειμενικότητα θα πρέπει να συγκρίνουμε καρδερίνες του ίδιου είδους, υποείδους και οικογένειας. Η δικιά μου παρατήρηση στο θέμα αυτό είναι ότι μια καλά ταϊσμένη και υγιείς καρδερίνα, του ίδιου υποείδους και οικογένειας, ελάχιστα διαφέρει στην χροιά από τις άγριες.
Το υψόμετρο του βιοτόπου (βουνά, οροπέδια), φαίνεται να παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση καλού και χωρίς άσχημες φωνές, ρεπερτορίου. Στην πράξη όμως μερικές από τις καλύτερες καρδερίνες σε καθαρότητα, ποιότητα και ποικιλία φωνών στην Ελλάδα, βρίσκονται σε νησί χωρίς μεγάλο υψόμετρο βουνών! Άρα η γνώμη ότι παντού μπορείς να βρεις καλές και κακές καρδερίνες, νομίζω ότι είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα.
ΕΡΩΤΗΣΗ
Οι Πατρινές καρδερίνες για παράδειγμα είναι οι καλύτερες ή αυτό αποτελεί άλλον έναν μύθο;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Σύμφωνα με όσα έχουμε ήδη αναφέρει, η μόνη απάντηση που ταιριάζει απόλυτα σε αυτήν την ερώτηση είναι ότι «παντού υπάρχει ένας μύθος»!
Τέλος θα ήθελα να προσπαθήσουμε μια πρώτη προσέγγιση – γνώμη πάνω στο θέμα των κριτηρίων – ωδικών χαρακτηριστικών, με τα οποία θα αξιολογούσαμε το κελάηδημα της καρδερίνας.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Σε σχέση λοιπόν με όσα έχουμε αναφέρει οι καρδερίνες θα μπορούσαν να κριθούν με τα εξής ορθολογικά κριτήρια:
1. Την γλυκύτητα του ήχου (γλυκές νότες)
2. Την μεταλλική χροιά (μεταλλικές νότες)
Τον συνδυασμό των παραπάνω, δηλαδή:
3. Τις νότες καμπάνας (καμπανάκια)
4. Τα φλάουτα - διπλοφωνίες
5. Τα «παρλία» και τα «πιπικίσματα»
6. Την σπανιότητα και την δυσκολία απόδοσης της φωνής
7. Το γενικό σύνολο, τα λάθη κλπ
Οι φωνητικές χορδές τις καρδερίνας παράγουν νότες με εξαιρετική μεταλλική χροιά, ενώ π.χ στο καναρίνι η «φύση» κλίνει περισσότερο στην γλυκύτητα της χροιάς που αντιπροσωπεύουν οι γλυκές νότες και τα φλάουτα.
Στο ρεπερτόριο που προτείνεται για το ελληνικό ωδικό καναρίνι, φωνές υψηλής βαθμολογίας κατά την αξιολόγηση, είναι αυτές που συνδυάζουν γλυκύτητα και μέταλλο, δηλαδή τα καμπανάκια και τα φλάουτα (7-10 βαθμοί).
Με τον τρόπο αυτό πετυχαίνεται η ακουστική ικανοποίηση και των δυο χαρακτήρων (εσωστρεφείς – εξωστρεφείς), χωρίς παράλληλα να μειώνουμε την φύση του καναρινιού σε γλυκύτητα ήχων. Για τον ίδιο λόγο οι γλυκές νότες βαθμολογούνται υψηλότερα (5-7 βαθμοί) σε σχέση με τις μεταλλικές (3-5 βαθμοί).
Στην καρδερίνα όμως, οι μεταλλικές νότες θα πρέπει να έχουν μεγαλύτερη βαθμολογία γιατί αυτό προστάζει η φύση της καρδερίνας.
Θα μπορούσαμε συνεπώς να δώσουμε για την καρδερίνα τις εξής βαθμολογίες:
1. Γλυκύτητα ήχου (5 βαθμοί + 1 – 2 βαθμοί στην επιμέρους ποιότητα)
Αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της μελωδίας. Αποδίδεται με νότες που προκύπτουν από το αηδόνι όπως: «τζλουί – τζλουί», «τζουί – τζουί», «τσλίκα – τσλίκα», «τσβα – τσβα», «γλώνσπι – γλώνσπι», «βατ – βατ», «βατς – βατς» κ.λπ. από το τουρλί: «ίνβο – ίνβο», «τουρλί – τουρλί», «τζλουβί – τζλουβί», «βλιοντίρι – βλιοντίρι» κ.λπ. από τον καλόγερο και την ελατοπαπαδίτσα: «νίτσλου – νίτσλου – νίτσλου», «βίτσλε – βίτσλε – βίτσλε», «τσίτσιβα – τσίτσιβα – τσίτσιβα» κ.λπ. και από τον τσοπανάκο: «τζίβα – τζίβα», «τσλίβα – τσλίβα», «γκίβα – γκίβα» κ.λπ.
Παράδειγμα:
Η νότα «τζουί – τζουί», μπορεί να πάρει στο σύνολο 5 βαθμούς και +1 βαθμό αν αποδίδεται αργά από την καρδερίνα. Αντίθετα η νότα «τζλουί – τζλουί»
μπορεί να πάρει 5 βαθμούς + 2 βαθμούς για την επιμέρους ποιότητα (λόγο γλυκύτητας) δηλαδή 7 στο σύνολο και +1 βαθμό επίσης εάν αποδίδεται αργά.
2. Μεταλλική χροιά (5 βαθμοί + 1 – 2 βαθμοί στην επιμέρους ποιότητα)
Είναι ο ήχος που προκύπτει όταν χτυπάμε δυο μέταλλα μεταξύ τους. Αποδίδεται κυρίως από το τσιχλόνι: «ντίντίντίντίντίν», «ντόντόντόντόντόν», «τζίνκτζίνκτζίνκτζίνκτζίνκ» κ.λπ. από το αηδόνι: «τσίκα – τσίκα», «ίνσπα – ίνσπα», «τσιόνκ – τσιόνκ» κ.λπ. και από τον καλόγερο: «ντίν – ντιν ντίν – ντιν ντίν», «ντίν – ντάτα – ντίν – τάτα – ντίν», «τσί – ντάτα – τσί – ντάτα» κ.λπ.
3. Καμπανάκια (8 βαθμοί + 1 – 2 βαθμοί στην επιμέρους ποιότητα)
Συνδυάζουν γλυκύτητα και μεταλλική χροιά και αποτελούν τους πιο ευχάριστους ήχους της φύσης.
Αποδίδονται κυρίως από τις παπαδίτσες: «ντιλιντίν – ντιλιντίν – ντιλιντίν», «ντίλιντον – ντίλιντον – ντίλιντον», «τσιλιντίν – τσιλιντίν – τσιλιντίν» κ.λπ. και από τσιχλόνια: «ντλίντλίντλίντλίντλί», «γκλίγκλίγκλίγκλίγκλί» κ.λπ. Η κρυστάλλινη διαύγεια είναι ο όρος της ποιότητας του ήχου που επιδιώκετε από τις φωνές αυτές.
4. Φλάουτα – διπλοφωνίες (8 βαθμοί + 1 – 2 βαθμοί στην επιμέρους ποιότητα)
Συνδυάζουν την γλυκύτητα του ήχου της φλογέρας με μία ελαφριά μεταλλική χροιά.
Αποδίδονται κυρίως από το τουρλί: «λύλύλύλύλύλύλύ», «βλίβλίβλίβλίβλί», «λιάρφιλιάρφιλιάρφιλιάρφι», «φλιάουφλιάουφλιάουφλιάου» κ.λπ. από το αηδόνι: «κουΐκουΐκουΐκουΐκουΐκουΐκο», «τζλουΐτζλουΐτζλουΐτζλουΐ», «βίγκοβίγκοβίγκοβίγκοβίγκο» κ.λπ. και από τον τσοπανάκο: «φλίφλίφλίφλίφλί», «φριλίφριλίφριλίφριλί» κ.λπ.
Η καρδερίνα αποδίδει φλάουτα κυρίως από διπλοφωνία, δηλαδή από τουρλί και τσιχλόνι (τουρλοτσίχλονο) ή τσιχλόνι και αηδόνι ταυτόχρονα. Αυτό συμβαίνει διότι η καρδερίνα διαθέτει διπλή σύριγγα (όπως τα περισσότερα ωδικά πτηνά), που της δίνει την δυνατότητα να έχει δύο φωνές. Μπορούν έτσι δύο φωνές να ηχούν μαζί σε αρμονία (διπλοφωνία) ή να δημιουργούνται από την καρδερίνα πολύπλοκα τραγούδια.
5. Παρλία (βυρλία) και πιπικίσματα (5 - 10 βαθμοί στο σύνολο)
Είναι σημαντικές φωνές «επικοινωνίας» της καρδερίνας που χαρακτηρίζουν το κελαήδημά της. Τα πιπικίσματα («τσιπά - τσιπά» κλπ), αποδίδονται συνήθως με μεταλλική χροιά ενώ τα βυρλία («τσιβυρλίου», «παρλίου» κλπ), με γλυκύτητα ήχου.
Λόγο της μεγάλης και έμφυτης, από τον γενότυπο της καρδερίνας, ποικιλίας αυτών των ήχων, η αξιολόγησή τους μπορεί να γίνεται στο σύνολό τους και όχι σε επιμέρους φωνές.
6. Σπανιότητα και δυσκολία φωνής (1 βαθμό)
Το χαρακτηριστικό αυτό ανήκει στα επιμέρους χαρακτηριστικά ποιότητας των φωνών και έχει σχέση με το να μην έχει ακουστεί η φωνή αυτή από ωδικά πτηνά τα τελευταία χρόνια, είτε γιατί είναι σπάνια στην φύση, είτε γιατί είναι δύσκολο για τα σποροφάγα πτηνά και την καρδερίνα να την μιμηθούν και να την αποδώσουν στο ρεπερτόριό τους.
7. Το γενικό σύνολο (5 – 20 βαθμοί), τα λάθη (πλην 5 – 10 βαθμοί)
Το γενικό σύνολο του κελαηδήματος της καρδερίνας (αργό, μελωδικό, μεταλλική χροιά, ποικιλία φωνών κλπ), θα πρέπει να βαθμολογείται επίσης και θα επηρεάζεται αρνητικά (5 – 10 βαθμοί κάθε λάθος φωνή) και από τους ανεπιθύμητους ήχους - φωνές που αναλύσαμε σε προηγούμενη ερώτηση.
Τέλος να αναφέρουμε ότι όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά αξιολόγησης των φωνών, μπορούν να καταγράφονται σε έναν πίνακα βαθμολογίας αντίστοιχο με αυτόν που προτείνεται για το ελληνικό ωδικό καναρίνι στην ιστοσελίδα Greek singer. Με τον τρόπο αυτό η κάθε φωνή της καρδερίνας έχει την αντικειμενική της αξία και το σύνολο του ρεπερτορίου της μπορεί να βαθμολογηθεί.
Συντάκτης: Βασίλης Σελέκος /Πηγή-αναδημοσίευση από karderines.gr