Την άφησα κι άλλο να ηρεμήσει. Σηκώθηκα μόλις άρχισε να ξημερώνει γιατί άρχισα να ανησυχώ, δεν είχε κατέβει απ' το κουρτινόξυλο. Έτσι πήρα μια απ' τις πατηθρες τις μακριές που ήρθαν δώρο με το κλουβί κ το έβαλα μπροστά της (αφού σκαρφάλωσα για να την φτάνω). Την πρώτη φορά έφυγε μόλις άρχισα να κουνάω το ξύλο προς τα κάτω.
Τη δεύτερη φορά με πολύ αργές κινήσεις κατάφερα να την βάλω έτσι στο κλουβί της χωρίς να την πιάσω ποτέ εννοειται.
Απλά δε καταλαβαίνω γιατί δεν έμπαινε μόνη της. Δε πείνασε τόσες ώρες;
Από φόβο η δε το έβλεπε;
Τέλος καλό όλα καλά ευτυχώς