Πριν πολλά χρόνια, 20 και βάλε, είχα ένα θηλυκό γκρί κόκατιλ σε στάντ.
Ερχότανε στον ώμο μου και όταν έπινα τον καφέ μου (Ελληνικό βαρύ γλυκό), τον πίναμε παρέα, εγώ από το φλυτζάνι και αυτή από το πιατάκι.
Κάποια ημέρα, άκουσα σφυρίγματα πάνω στον ουρανό (έμενα στον 5ο και τελευταίο όροφο πολυκατοικίας). Ήταν ένα κόκατιλ.
Με μιάς, έβαλα το θηλυκό στο κλουβί του και ανέβηκα στην ταράτσα με μιά απόχη.
Σε 10 λεπτά το πολύ, το κόκατιλ που σφύριζε στον ουρανό, προσγειώθηκε πάνω στο κλουβί (προσκλουβιώθηκε μάλλον-έχω κέφια απόψε) και μετά από λίγο έκανε παρέα με το θηλυκό στο κλουβί
Αποδείχθηκε αρσενικό. Γκρί και αυτό.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ, τα καμώματά του και τα σφυρίγματά του κατά την διάρκεια του ζευγαρώματος.
Τους έφτιαξα ένα κλουβί 1x1,5 μέτρα, τους έβαλα την φωλιά και όταν ήλθε η ώρα, είδα μέσα σε αυτή 3 αυγά. Πρόλαβα να δώ να βγαίνει από αυτά το πρώτο πουλάκι. Την επόμενη ημέρα, πουλάκι και αυγά, σκοτωμένα και φαγωμένα από τον αρσενικό.
Λίγες ημέρες μετά, βρήκα ένα πρωί σκοτωμένο και το θηλυκό από τον αρσενικό, που δεν άργησε να έχει την ίδια τύχη, από μαρασμό.
Σκηνές γκράν-γκινιόλ δηλαδή.
Παρόμοιο συμβάν είχα και με ένα ζευγάρι μπάτζι, που δραπέτευσε το θηλυκό.
Έπαθε τέτοιο μαρασμό ο βλάξ ο αρσενικός ο ερωτοχτυπημένος που άν και τον έβγαζα από το κλουβί (στον 5ο όροφο) και τίναζα το χέρι μου, δεν ήθελε με τίποτα να πετάξει.
Τον πήγα σε ένα pet-shop για να το βάλει μαζί με τα άλλα, μήπως και έχοντας παρέα, ξεχάσει την Ιουλιέτα του. Δυστυχώς, έμεινε ακίνητο συνεχώς και το σκότωσαν τα άλλα.
Ορκίστηκα να μην ξαναπάρω πουλιά.
Πράγματι, πέρασαν 20 χρόνια και βάλε, αλλά η μοίρα άλλα μου έμελλε.
Ένα πρωϊνό, ανοίγοντας της πόρτα του σπιτιού που μένω τώρα, είδα στο κατώφλι μου κουρνιασμένο ένα αρσενικό κόκατιλ κίτρινο-σταχτί πιτσιλωτό.
Το έβαλα στο σπίτι, του πήρα κλουβί και τα σχετικά, έβαζα το χέρι μέσα, το χάιδευα και όλα ήταν ωραία.
Χειμώνιασε και εγώ δεν αντέχω την ζέστη, έτσι σπάνια και που, άναβα το καλοριφέρ.
Η δικιά μου άρχισε την γκρίνια. Το πουλί κρυώνει, το πουλί θα ψοφήσει.
Με τα πολλά της το έδωσα και το πήρε στο δικό της σπίτι, όπου ήδη είχε ένα καναρίνι.
Πέρασε ο χειμώνας, ήρθε το Πάσχα και ο Κόκος, ξαναγύρισε σπίτι μου.
Μία ημέρα, δύο ημέρες, τρεις ημέρες, ο Κόκος, ούτε να φάει, ούτε να πιει.
Δώδεκα συνεχόμενες ημέρες το ίδιο βιολί, μέχρι που την 13η ημέρα της τον ξανάδωσα.
Μόλις τον πήγε σπίτι της, ο Κόκος έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό και στο νερό μέχρι σκασμού.
Εγώ έμεινα μόνος, χωρίς παρέα, μέχρι που τελικά μετά από ένα μήνα στις 8/5/2008 αποφάσισα να αγοράσω το ζευγαράκι των μπάτζι που έχω σήμερα και που εύχομαι να έχει καλύτερη τύχη, από τα άλλα πουλιά που είχα.
Αμήν